δρᾶσις: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρᾶσις''': -εως, ἡ, [[πρᾶξις]], [[δύναμις]], [[ἐνέργεια]], ἀποτελεσματικότης, φαρμάκου Λουκ. Τραγ. 275· [[θυσία]], Ἡσύχ. ΙΙ. ([[δράω]] Β), [[ὅραμα]], Ἐτυμ. Μ. 287. 7. | |lstext='''δρᾶσις''': -εως, ἡ, [[πρᾶξις]], [[δύναμις]], [[ἐνέργεια]], ἀποτελεσματικότης, φαρμάκου Λουκ. Τραγ. 275· [[θυσία]], Ἡσύχ. ΙΙ. ([[δράω]] Β), [[ὅραμα]], Ἐτυμ. Μ. 287. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />efficacité, force.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A strength, efficacy, Luc.Trag.276. 2 sacrifice, Hsch. 3 Gramm., active force of a verb, A.D.Pron.44.1, Synt. 283.23: generally, action, opp. passivity, Mich. in EN275.8. II (δράω B) vision, EM287.8.
German (Pape)
[Seite 665] ἡ, das Thun, Handeln, VLL.; die Wirksamkeit, φαρμάκου Luc. Tragödop. 275.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾶσις: -εως, ἡ, πρᾶξις, δύναμις, ἐνέργεια, ἀποτελεσματικότης, φαρμάκου Λουκ. Τραγ. 275· θυσία, Ἡσύχ. ΙΙ. (δράω Β), ὅραμα, Ἐτυμ. Μ. 287. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
efficacité, force.
Étymologie: δράω.