δυσκόμιστος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσκόμιστος''': -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀσνυπόφορος, [[πότμος]], Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423 | |lstext='''δυσκόμιστος''': -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀσνυπόφορος, [[πότμος]], Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423 | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter, intolérable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κομίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to bear, intolerable, πότμος S.Ant.1346 (lyr.); τέκνα E.HF1422.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu tragen; πότμος Soph. Ant. 1326; τέκνα Eur. Herc. Fur. 1422.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκόμιστος: -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, ἀφόρητος, ἀσνυπόφορος, πότμος, Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter, intolérable.
Étymologie: δυσ-, κομίζω.