δυσίατος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσίᾱτος''': [ῑ], -ον, [[δυσθεράπευτος]], κληῒς Ἱππ. Ἄρθρ. 790· κακὸν δ., ἀνίατον κακόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1103· ὀργὴ Εὐρ. Μηδ. 520· [[νόσημα]] Πλάτ. Νόμ. 916Α κ. ἀλλ. | |lstext='''δυσίᾱτος''': [ῑ], -ον, [[δυσθεράπευτος]], κληῒς Ἱππ. Ἄρθρ. 790· κακὸν δ., ἀνίατον κακόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1103· ὀργὴ Εὐρ. Μηδ. 520· [[νόσημα]] Πλάτ. Νόμ. 916Α κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à guérir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἰάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. δῠσ-ίητος [ι], ον,
A hard to heal, κληΐς Hp.Art.14 (Comp.), cf. Cass.Pr.1 (Comp.); κακὸν δ. an ill that none can cure, A.Ag.1103 (lyr.); ὀργή E.Med.520; νόσημα Pl.Lg.916a, cf. Ph.1.40, al.; of persons, implacable, Them.Or.15.192c. Adv. -τως, μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu heilen, unheilbar; κακόν Aesch. Ag. 1103; ὀργή Eur. Med. 520; νόσημα Plat. Legg. XI, 916 a; θυμοί 934 a; ἀδικήματα V, 731 b.
Greek (Liddell-Scott)
δυσίᾱτος: [ῑ], -ον, δυσθεράπευτος, κληῒς Ἱππ. Ἄρθρ. 790· κακὸν δ., ἀνίατον κακόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1103· ὀργὴ Εὐρ. Μηδ. 520· νόσημα Πλάτ. Νόμ. 916Α κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à guérir.
Étymologie: δυσ-, ἰάομαι.