δραστέος: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δραστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., [[ποιητέος]], [[πρακτέος]], Σοφ. Τρ. 1204 ΙΙ. δραστέον, πρέπει τις νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1443, Εὐρ. Ι. Α. 1024. | |lstext='''δραστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., [[ποιητέος]], [[πρακτέος]], Σοφ. Τρ. 1204 ΙΙ. δραστέον, πρέπει τις νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1443, Εὐρ. Ι. Α. 1024. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[δράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be done, S.Tr.1204. II δραστέον one must do, Id.OT1443, E.IA1024, D.Chr.12.16.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δραστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ποιητέος, πρακτέος, Σοφ. Τρ. 1204 ΙΙ. δραστέον, πρέπει τις νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1443, Εὐρ. Ι. Α. 1024.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de δράω.