ἐγχθόνιος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγχθόνιος''': -ον, ἐν τῇ γῇ, [[γήινος]], σποδιὴ κειμένη ἐγχθ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 298. ΙΙ. [[ἐγχώριος]], [[κύλιξ]] Ἀνθολ. Πλαν. 235. | |lstext='''ἐγχθόνιος''': -ον, ἐν τῇ γῇ, [[γήινος]], σποδιὴ κειμένη ἐγχθ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 298. ΙΙ. [[ἐγχώριος]], [[κύλιξ]] Ἀνθολ. Πλαν. 235. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[χθών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A in the earth, σποδιὴ κειμένη ἐ. Epigr.Gr.298, prob. in AP7.740 (Leon.). II of the country, κύλιξ APl.4.235 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 713] inländisch, κύλιξ Apollnd. Plan. 235.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχθόνιος: -ον, ἐν τῇ γῇ, γήινος, σποδιὴ κειμένη ἐγχθ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 298. ΙΙ. ἐγχώριος, κύλιξ Ἀνθολ. Πλαν. 235.