ἐγκαλύπτω: Difference between revisions
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκαλύπτω''': μέλλ. -ψω, [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] τι [[καλῶς]], Τραγ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 120, Ἀριστοφ. Βάτρ. 911: ― Παθ. περικαλύπτομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 714, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Β· σκεπάζομαι ([[οἷον]] δι’ [[ὕπνον]]), Ξεν. Ἀν. 4. 5, 19· ἐγκεκαλυμμένος [[λόγος]], περίφημον [[σόφισμα]] ἐν Διογ. Λ. 7. 82. ΙΙ. Μέσ., σκεπάζομαι, κρύπτομαι ὑπὸ τὰ σκεπάσματα, [[σκεπάζω]] τὸ πρόσωπόν μου, caput obvolvere, Ἀριστοφ. Πλ. 707, κτλ.· ἐγκαλυπτόμενος καθεύδειν Ἀνδοκ. 3. 26· ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26, Πλάτ. Φαίδων 118Α, κτλ. 2) ὡς [[σημεῖον]] αἰδοῦς ἢ αἰσχύνης, [[αὐτόθι]] 117C, Δημ. 1485, 9· ἐγκαλύψασθαι ἐπί τινι, Αἰσχίν. 42. 10· ― [[ἐντεῦθεν]] μετ’ αἰτ. προσ., [[αἰσθάνομαι]] ἐντροπὴν ἐνώπιόν τινος, θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 16. | |lstext='''ἐγκαλύπτω''': μέλλ. -ψω, [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] τι [[καλῶς]], Τραγ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 120, Ἀριστοφ. Βάτρ. 911: ― Παθ. περικαλύπτομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 714, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Β· σκεπάζομαι ([[οἷον]] δι’ [[ὕπνον]]), Ξεν. Ἀν. 4. 5, 19· ἐγκεκαλυμμένος [[λόγος]], περίφημον [[σόφισμα]] ἐν Διογ. Λ. 7. 82. ΙΙ. Μέσ., σκεπάζομαι, κρύπτομαι ὑπὸ τὰ σκεπάσματα, [[σκεπάζω]] τὸ πρόσωπόν μου, caput obvolvere, Ἀριστοφ. Πλ. 707, κτλ.· ἐγκαλυπτόμενος καθεύδειν Ἀνδοκ. 3. 26· ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26, Πλάτ. Φαίδων 118Α, κτλ. 2) ὡς [[σημεῖον]] αἰδοῦς ἢ αἰσχύνης, [[αὐτόθι]] 117C, Δημ. 1485, 9· ἐγκαλύψασθαι ἐπί τινι, Αἰσχίν. 42. 10· ― [[ἐντεῦθεν]] μετ’ αἰτ. προσ., [[αἰσθάνομαι]] ἐντροπὴν ἐνώπιόν τινος, θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=cacher dans, envelopper, voiler ; <i>Pass.</i> être voilé ; <i>abs.</i> être enveloppé (de couvertures, de vêtements pour s’abriter contre le froid) ; <i>fig.</i> ὁ ἐγκεκαλυμμένος LUC sorte de sophisme, <i>litt.</i> l’argument enveloppé;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐγκαλύπτομαι;<br /><b>1</b> s’envelopper (de couvertures, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> se voiler : τὴν κεφαλήν PLUT la tête;<br /><b>3</b> se cacher la figure (de peur, de chagrin, pour pleurer, <i>etc.</i>) ; <i>particul.</i> se cacher la figure de honte, se cacher de honte : [[ἐπί]] τινι au sujet de qch, être confus de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καλύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A veil, wrap up, Ar. Ra.911:—Pass., to be veiled or enwrapped, Id.Pl.714, Pl. Phdr.243b; to be wrapped up (as for sleep), X.An.4.5.19, Pl.Prt. 315d; ἐγκεκαλυμμένος λόγος, a noted fallacy, Stoic.2.8,90, etc. II Med., hide oneself, hide one's face, Ar.Pl.707, etc.; ἐγκαλυπτόμενος καθεύδειν And.1.17; of persons at the point of death, X. Cyr.8.7.26, Pl. Phd. 118a, etc.: metaph., conceal one's feelings, c. part., νεμεσῶν ἐνεκαλύπτετο App. BC2.69. 2 as a mark of shame, Pl.Phd. 117c, D.Ep.3.42, Aeschin.2.107: c.acc. pers., feel shame before a person, θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν App.BC1.16: c. inf., to be ashamed to... PM asp.295.12 (v A.D.). 3 -καλυπτόμενος σφυγμός, term invented by Archig., Gal.8.662.
German (Pape)
[Seite 704] einhüllen, verhüllen; Aesch. frg. 271 u. Folgde; ἐγκεκαλυμμένος ἐν κωδίοις τισὶ καὶ στρώμασι Plat. Prot. 315 b. Oft im med., sich einhüllen; Ar. Nubb. 735; Plat. Phaedr. 237 a; καθεύδειν ἐγκεκαλυμμένον Andoc. 1, 17. Bes. = das Gesicht aus Scham verhüllen, ὑπ' αἰσχύνης ἐγκεκαλυμμένος Plat. Phaedr. 243 b; u. dah. = sich schämen, ἐπί τινι, Aesch. 2, 111; Dem. ep. 3 extr.; θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν, sich vor den Göttern wegen seines Vorhabens schämend, App. Civ. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαλύπτω: μέλλ. -ψω, καλύπτω, σκεπάζω τι καλῶς, Τραγ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 120, Ἀριστοφ. Βάτρ. 911: ― Παθ. περικαλύπτομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 714, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Β· σκεπάζομαι (οἷον δι’ ὕπνον), Ξεν. Ἀν. 4. 5, 19· ἐγκεκαλυμμένος λόγος, περίφημον σόφισμα ἐν Διογ. Λ. 7. 82. ΙΙ. Μέσ., σκεπάζομαι, κρύπτομαι ὑπὸ τὰ σκεπάσματα, σκεπάζω τὸ πρόσωπόν μου, caput obvolvere, Ἀριστοφ. Πλ. 707, κτλ.· ἐγκαλυπτόμενος καθεύδειν Ἀνδοκ. 3. 26· ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26, Πλάτ. Φαίδων 118Α, κτλ. 2) ὡς σημεῖον αἰδοῦς ἢ αἰσχύνης, αὐτόθι 117C, Δημ. 1485, 9· ἐγκαλύψασθαι ἐπί τινι, Αἰσχίν. 42. 10· ― ἐντεῦθεν μετ’ αἰτ. προσ., αἰσθάνομαι ἐντροπὴν ἐνώπιόν τινος, θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 16.
French (Bailly abrégé)
cacher dans, envelopper, voiler ; Pass. être voilé ; abs. être enveloppé (de couvertures, de vêtements pour s’abriter contre le froid) ; fig. ὁ ἐγκεκαλυμμένος LUC sorte de sophisme, litt. l’argument enveloppé;
Moy. ἐγκαλύπτομαι;
1 s’envelopper (de couvertures, etc.);
2 se voiler : τὴν κεφαλήν PLUT la tête;
3 se cacher la figure (de peur, de chagrin, pour pleurer, etc.) ; particul. se cacher la figure de honte, se cacher de honte : ἐπί τινι au sujet de qch, être confus de qch.
Étymologie: ἐν, καλύπτω.