ἐγγύη: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγγύη''': (οὐχὶ ἐγγύα), ἡ, (ἐν, [[γύαλον]], πρβλ. [[ἐγγυαλίζω]])· - [[ἐνέχυρον]] τιθέμενον εἰς τὴν χεῖρά τινος· [[καθόλου]], [[ἀσφάλεια]], [[βεβαίωσις]], [[ἐγγύησις]], [[εἴτε]] λαμβανομένη, [[εἴτε]] διδομένη, Λατ. vadimonium, Ὀδ. Θ. 351 (ἴδε [[ἐγγυάω]] Ι)· ἐγγύην τιθέναι τινὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 898 ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος Ἀντιφῶν 117. 34· ἐγγύην ἐγγυᾶσθαι (ἴδε [[ἐγγυάω]] ΙΙ)· ἀποδιδόναι Δημ. 1255. 2· τῆς ἐγγύης τῆς ἐπὶ τὴν τράπεζαν Δημ. 895. 16· ἐγγύας ἄτα ’στι [[θυγάτηρ]], ἐγγύα δὲ ζαμίας Ἐπίχ. 150 Ahr.· πρβλ. [[ἐγγυάω]] Ι. 1. 2) [[ἀρραβών]], [[μνηστεία]], Πλάτ. Νόμ. 774Ε, Ἰσαῖος 40. 39. ῡ ἐν Ἀνθ. Π. 9. 366. | |lstext='''ἐγγύη''': (οὐχὶ ἐγγύα), ἡ, (ἐν, [[γύαλον]], πρβλ. [[ἐγγυαλίζω]])· - [[ἐνέχυρον]] τιθέμενον εἰς τὴν χεῖρά τινος· [[καθόλου]], [[ἀσφάλεια]], [[βεβαίωσις]], [[ἐγγύησις]], [[εἴτε]] λαμβανομένη, [[εἴτε]] διδομένη, Λατ. vadimonium, Ὀδ. Θ. 351 (ἴδε [[ἐγγυάω]] Ι)· ἐγγύην τιθέναι τινὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 898 ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος Ἀντιφῶν 117. 34· ἐγγύην ἐγγυᾶσθαι (ἴδε [[ἐγγυάω]] ΙΙ)· ἀποδιδόναι Δημ. 1255. 2· τῆς ἐγγύης τῆς ἐπὶ τὴν τράπεζαν Δημ. 895. 16· ἐγγύας ἄτα ’στι [[θυγάτηρ]], ἐγγύα δὲ ζαμίας Ἐπίχ. 150 Ahr.· πρβλ. [[ἐγγυάω]] Ι. 1. 2) [[ἀρραβών]], [[μνηστεία]], Πλάτ. Νόμ. 774Ε, Ἰσαῖος 40. 39. ῡ ἐν Ἀνθ. Π. 9. 366. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />ce qu’on met dans la main comme gage, <i>d’où</i><br /><b>1</b> caution, garantie : ἐγγύην ἐγγυᾶσθαι, ἐγγύην τίθεσθαί τινι, fournir une caution pour qqn;<br /><b>2</b> fiançailles : ἐγγύας ποιεῖσθαι, fiancer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[γύαλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
(rarely ἐγγύα; but
A τὴν ἐγγύαν IG11(2).226 A 29 (Delph., iii B.C.), cf. Epich. (v. infr.), PSI4.346 (iii B.C.)), ἡ: (ἐν, γύαλον, cf. ἐγγυαλίζω):—pledge put into one's hand: generally, surety, security, whether received or given, Od.8.351; ἐ. τιθέναι τινί A.Eu.898; ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος Antipho 2.2.12; ἐ. ἐγγυᾶσθαι (v. ἐγγυάω 11); ἀποδιδόναι D.53.27; ἐ. ὁμολογεῖν, = Lat. vadimonium facere, D.H.11.32, OGI455.3 (Epist. M. Antonii); τῆς ἐ. τῆς ἐπὶ τὴν τράπεζαν D. 33.10; ἐγγύας ἄτα 'στι θυγάτηρ, ἐγγύα δὲ ζαμίας Epich.268: prov., ἐγγύη, πάρα δ' ἄτη Pl.Chrm.165a, etc. 2 betrothal, Pl.Lg.774e; ἐ. ποιεῖσθαί τινος Is.3.28. 3 ἐ.· σημεῖον ἐν θυτικῇ, Hsch. [ῠ; ῡ only in AP9.366.]
German (Pape)
[Seite 701] ἡ (γυῖον), 1) die Bürgschaft, die in Einhändigung eines Pfandes besteht, Gewährleistung; Od. 8, 351; τιθέναι τινί, Aesch. Eum. 858; vgl. ἑγγυᾶσθαι; ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος, Antiph. 2 β 12; ἡ ἐπί od. πρὸς τὴν τράπεζαν ἐγ., Dem. 33, 10. 11, die Caution beim Wechsler; ὁμολογεῖν, Bürgschaft geben, D. Hal. 11, 32. – 2) Verlobung; ἐγγύας ποιεῖσθαι, Dem. 46, 18; vgl. Plat. Legg. VI, 774 e; Plut. Cat. mai. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγύη: (οὐχὶ ἐγγύα), ἡ, (ἐν, γύαλον, πρβλ. ἐγγυαλίζω)· - ἐνέχυρον τιθέμενον εἰς τὴν χεῖρά τινος· καθόλου, ἀσφάλεια, βεβαίωσις, ἐγγύησις, εἴτε λαμβανομένη, εἴτε διδομένη, Λατ. vadimonium, Ὀδ. Θ. 351 (ἴδε ἐγγυάω Ι)· ἐγγύην τιθέναι τινὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 898 ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος Ἀντιφῶν 117. 34· ἐγγύην ἐγγυᾶσθαι (ἴδε ἐγγυάω ΙΙ)· ἀποδιδόναι Δημ. 1255. 2· τῆς ἐγγύης τῆς ἐπὶ τὴν τράπεζαν Δημ. 895. 16· ἐγγύας ἄτα ’στι θυγάτηρ, ἐγγύα δὲ ζαμίας Ἐπίχ. 150 Ahr.· πρβλ. ἐγγυάω Ι. 1. 2) ἀρραβών, μνηστεία, Πλάτ. Νόμ. 774Ε, Ἰσαῖος 40. 39. ῡ ἐν Ἀνθ. Π. 9. 366.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ce qu’on met dans la main comme gage, d’où
1 caution, garantie : ἐγγύην ἐγγυᾶσθαι, ἐγγύην τίθεσθαί τινι, fournir une caution pour qqn;
2 fiançailles : ἐγγύας ποιεῖσθαι, fiancer.
Étymologie: ἐν, γύαλον.