εἰσπέμπω: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσπέμπω''': [[πέμπω]] εἰς..., ἀνὴρ ὅδ’ οὐκ ἄσημος... οὗ γέ μ’ εἰσπέμπεις δόμους, εἰς οὗ τοὺς δόμους πέμπεις με, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 850˙ ἐσπέμπει (ὁ Θεμιστοκλῆς) γράμματα ὡς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην Θουκ. 1. 137˙ [[πέμπω]] τινὰ παρ’ ἐμοῦ, παρουσιάζω τινά, μάντιν μὲν οὖν κακοῦργον εἰσπέμψας Σοφ. Ο. Τ. 705, Ἀνδοκ. 20. 16˙ ῥήτορας εἰσπ., [[στέλλω]] αὐτοὺς εἰς τὸ [[δικαστήριον]], δίδω εἰς αὐτοὺς ὁδηγίας, Πλάτ. Εὐθύδ. 305Β, πρβλ. Νόμ. 671D. | |lstext='''εἰσπέμπω''': [[πέμπω]] εἰς..., ἀνὴρ ὅδ’ οὐκ ἄσημος... οὗ γέ μ’ εἰσπέμπεις δόμους, εἰς οὗ τοὺς δόμους πέμπεις με, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 850˙ ἐσπέμπει (ὁ Θεμιστοκλῆς) γράμματα ὡς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην Θουκ. 1. 137˙ [[πέμπω]] τινὰ παρ’ ἐμοῦ, παρουσιάζω τινά, μάντιν μὲν οὖν κακοῦργον εἰσπέμψας Σοφ. Ο. Τ. 705, Ἀνδοκ. 20. 16˙ ῥήτορας εἰσπ., [[στέλλω]] αὐτοὺς εἰς τὸ [[δικαστήριον]], δίδω εἰς αὐτοὺς ὁδηγίας, Πλάτ. Εὐθύδ. 305Β, πρβλ. Νόμ. 671D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐσπέμπω]];<br /><b>1</b> envoyer dans, introduire dans;<br /><b>2</b> envoyer vers;<br /><b>3</b> envoyer contre ; suborner;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσπέμπομαι introduire pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πέμπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A send in, σύ μ' ἐσπέμπεις δόμους E.HF850, cf. Th.4.16; γράμματα πρὸς βασιλέα Id.1.137; suborn agents, S.OT705, And.2.4; ῥήτορας send them into court, instruct them, Pl.Euthd.305b; τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον φόβον pit against.., Id.Lg.671d.
German (Pape)
[Seite 745] hineinschicken, einlassen; Soph. O. R. 705; δόμους Eur. Herc. Fur. 850; Thuc. 4, 16; Plat. Euthyd. 305 b; φόβον Legg. II, 671 d.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσπέμπω: πέμπω εἰς..., ἀνὴρ ὅδ’ οὐκ ἄσημος... οὗ γέ μ’ εἰσπέμπεις δόμους, εἰς οὗ τοὺς δόμους πέμπεις με, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 850˙ ἐσπέμπει (ὁ Θεμιστοκλῆς) γράμματα ὡς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην Θουκ. 1. 137˙ πέμπω τινὰ παρ’ ἐμοῦ, παρουσιάζω τινά, μάντιν μὲν οὖν κακοῦργον εἰσπέμψας Σοφ. Ο. Τ. 705, Ἀνδοκ. 20. 16˙ ῥήτορας εἰσπ., στέλλω αὐτοὺς εἰς τὸ δικαστήριον, δίδω εἰς αὐτοὺς ὁδηγίας, Πλάτ. Εὐθύδ. 305Β, πρβλ. Νόμ. 671D.
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐσπέμπω;
1 envoyer dans, introduire dans;
2 envoyer vers;
3 envoyer contre ; suborner;
Moy. εἰσπέμπομαι introduire pour soi.
Étymologie: εἰς, πέμπω.