ἐκδιαβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδιαβαίνω''': [[διαβαίνω]], μετ’ αἰτ., τάφρον δ’ ἐκδιαβάντες, «διὰ τῶν προθέσεων δηλοῖ τὸ δύσβατον τοῦ ὀρύγματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 198.
|lstext='''ἐκδιαβαίνω''': [[διαβαίνω]], μετ’ αἰτ., τάφρον δ’ ἐκδιαβάντες, «διὰ τῶν προθέσεων δηλοῖ τὸ δύσβατον τοῦ ὀρύγματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 198.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. ao.</i> ἐκδιαβάντες;<br />franchir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[διαβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδιαβαίνω Medium diacritics: ἐκδιαβαίνω Low diacritics: εκδιαβαίνω Capitals: ΕΚΔΙΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: ekdiabaínō Transliteration B: ekdiabainō Transliteration C: ekdiavaino Beta Code: e)kdiabai/nw

English (LSJ)

   A pass quite over, τάφρον Il.10.198.

German (Pape)

[Seite 757] (s. βαίνω), ganz hindurch u. herausgehen, τάφρον Il. 10, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιαβαίνω: διαβαίνω, μετ’ αἰτ., τάφρον δ’ ἐκδιαβάντες, «διὰ τῶν προθέσεων δηλοῖ τὸ δύσβατον τοῦ ὀρύγματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 198.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἐκδιαβάντες;
franchir.
Étymologie: ἐκ, διαβαίνω.