ἐκδιώκω: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκδιώκω''': μέλλ. -διώξομαι (μεταγ. -ξω), [[ἀποδιώκω]], [[ἐξελαύνω]], [[ἐξορίζω]], ὁ [[δῆμος]] … ἐξεδίωξε τοὺς δυνατοὺς Θουκ 1. 24· ἐκδιώκουσι τοὺς ἑαυτῶν νεοττοὺς ἐκ τοῦ τόπου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31, 1· τῆς οἰκίας Λουκ. Τίμ 10. | |lstext='''ἐκδιώκω''': μέλλ. -διώξομαι (μεταγ. -ξω), [[ἀποδιώκω]], [[ἐξελαύνω]], [[ἐξορίζω]], ὁ [[δῆμος]] … ἐξεδίωξε τοὺς δυνατοὺς Θουκ 1. 24· ἐκδιώκουσι τοὺς ἑαυτῶν νεοττοὺς ἐκ τοῦ τόπου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31, 1· τῆς οἰκίας Λουκ. Τίμ 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=chasser de, exiler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[διώκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A chase away, banish, Th.1.24; ἐκ τοῦ τόπου Arist.HA618b12; τῆς οἰκίας Luc.Tim.10; attack, persecute, PMasp.2 iii4 (vi A.D.), etc.:—Pass., Hyp.Fr.238.
German (Pape)
[Seite 757] herausjagen, vertreiben; Thuc. 1, 24; Dem. 32, 6; bes. ins Exil, Poll. 8, 70; τινὰ τῆς οἰκίας Luc. Tim. 10; ἐκδιωκτέον, τὰ μυσαρά, Plut. ed. lib. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιώκω: μέλλ. -διώξομαι (μεταγ. -ξω), ἀποδιώκω, ἐξελαύνω, ἐξορίζω, ὁ δῆμος … ἐξεδίωξε τοὺς δυνατοὺς Θουκ 1. 24· ἐκδιώκουσι τοὺς ἑαυτῶν νεοττοὺς ἐκ τοῦ τόπου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31, 1· τῆς οἰκίας Λουκ. Τίμ 10.