ἐκκαλύπτω: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκᾰλύπτω''': [[ἀποκαλύπτω]], «ξεσκεπάζω», τὸ [[παιδίον]] Ἡρόδ. 1. 112˙ [[ἀποκαλύπτω]], φανερώνω, ὀργὴ νόον ἐξεκάλυψεν Εὔην. 4. Bgk.˙ πάντ’ ἐκκάλυψον Αἰσχύλ. Πρ. 193, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1003˙ πάντ’ ἐκκ. ὁ [[χρόνος]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 657˙ λέγ’ ἐκκαλύψας [[κρᾶτα]] Εὐρ. Ἱκ. 111. ― Μέσ., [[ἀποσκεπάζω]] ἐμαυτόν, ἀποσκεπάζομαι, ἐγείρομαι, ἐκ δὲ καλυψάμενοι… θηήσαντ’ ἔλαφον, «ἀποσκεπασθέντες» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 179, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1503· Ϗ ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐγκαλύπτομαι, Πλάτ. Φαίδων 118Α. | |lstext='''ἐκκᾰλύπτω''': [[ἀποκαλύπτω]], «ξεσκεπάζω», τὸ [[παιδίον]] Ἡρόδ. 1. 112˙ [[ἀποκαλύπτω]], φανερώνω, ὀργὴ νόον ἐξεκάλυψεν Εὔην. 4. Bgk.˙ πάντ’ ἐκκάλυψον Αἰσχύλ. Πρ. 193, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1003˙ πάντ’ ἐκκ. ὁ [[χρόνος]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 657˙ λέγ’ ἐκκαλύψας [[κρᾶτα]] Εὐρ. Ἱκ. 111. ― Μέσ., [[ἀποσκεπάζω]] ἐμαυτόν, ἀποσκεπάζομαι, ἐγείρομαι, ἐκ δὲ καλυψάμενοι… θηήσαντ’ ἔλαφον, «ἀποσκεπασθέντες» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 179, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1503· Ϗ ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐγκαλύπτομαι, Πλάτ. Φαίδων 118Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=découvrir :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i><br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> démasquer (qqn) acc.;<br /><b>2</b> révéler, acc.;<br /><b>3</b> expliquer, faire comprendre, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκκαλύπτομαι se découvrir le visage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καλύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A uncover, τὸ παιδίον Hdt.1.112; disclose, reveal, ὀργὴ νόον ἐξεκάλυψεν Even.5 ; πάντ' ἐκκάλυψον A.Pr.195, cf. S.Aj.1003; πάντ' ἐ. ὁ χρόνος Id.Fr.918 ; λέγ' ἐκκαλύψας κρᾶτα E.Supp.III; ἐ. μυστικοὺς λόγους Phld.Ir.p.46W.: folld. by relat., ἐκκάλυπτε..ἡμῖν οὕστινας λέγεις λόγους E.IA872 :—Med., uncover one's head, unveil oneself, Od.10.179 (tm.): pf. fut. ἐκκεκαλύψομαι Ar.Av.1503 ; opp. ἐγκαλύπτομαι, Pl.Phd.118a. 2 unmask, τινά Aeschin.3.55.
German (Pape)
[Seite 762] enthüllen, entblößen; Soph. Ai. 982; κρᾶτα Eur. Suppl. 123; Plat. Phaed. 118 b u. sonst; übertr., πάντ' ἐκκάλυψον καὶ γέγων' ἡμῖν λόγον Aesch. Prom. 193; πάντ' ἐκκαλύπτων ὁ χρόνος εἰς τὸ φῶς ἄγει Soph. frg. 657; – Med., sich enthüllen; Od. 10, 179; Ar. Av. 1503.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰλύπτω: ἀποκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», τὸ παιδίον Ἡρόδ. 1. 112˙ ἀποκαλύπτω, φανερώνω, ὀργὴ νόον ἐξεκάλυψεν Εὔην. 4. Bgk.˙ πάντ’ ἐκκάλυψον Αἰσχύλ. Πρ. 193, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1003˙ πάντ’ ἐκκ. ὁ χρόνος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 657˙ λέγ’ ἐκκαλύψας κρᾶτα Εὐρ. Ἱκ. 111. ― Μέσ., ἀποσκεπάζω ἐμαυτόν, ἀποσκεπάζομαι, ἐγείρομαι, ἐκ δὲ καλυψάμενοι… θηήσαντ’ ἔλαφον, «ἀποσκεπασθέντες» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 179, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1503· Ϗ ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐγκαλύπτομαι, Πλάτ. Φαίδων 118Α.
French (Bailly abrégé)
découvrir :
I. au pr.
II. fig. 1 démasquer (qqn) acc.;
2 révéler, acc.;
3 expliquer, faire comprendre, acc.;
Moy. ἐκκαλύπτομαι se découvrir le visage.
Étymologie: ἐκ, καλύπτω.