ἔκχυτος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκχῠτος''': -ον, ([[ἐκχέω]]) [[χυτός]], «χυμένος», ἔκχυτον [[εὐχαίτης]] κισσὸς ἔπλεξε κόμην Ἀνθ. Π. 9. 669˙ ἐξηπλωμένος, [[ἔκχυτος]] ὕπνῳ κεῖτο [[αὐτόθι]] 5. 275. 2) ἐπὶ γέλωτος, [[σφοδρός]], [[ἀθρόος]], Λατ. effusus, [[ἔκχυτος]] [[γέλως]], «[[καγχασμός]]», Σουΐδ. ἐν λέξει [[καγχάζω]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἔκχυτον, τό, ῥευστόν τι [[ἔδεσμα]], ἐν γὰρ τοῖς Κίρκης ἔκχυτον οὐκ ἔφαγεν Ἀνθ. Π. 9. 395˙ ἀλλ’ [[ἴσως]] [[ἀναγνωστέον]] ἔγχυτον.
|lstext='''ἔκχῠτος''': -ον, ([[ἐκχέω]]) [[χυτός]], «χυμένος», ἔκχυτον [[εὐχαίτης]] κισσὸς ἔπλεξε κόμην Ἀνθ. Π. 9. 669˙ ἐξηπλωμένος, [[ἔκχυτος]] ὕπνῳ κεῖτο [[αὐτόθι]] 5. 275. 2) ἐπὶ γέλωτος, [[σφοδρός]], [[ἀθρόος]], Λατ. effusus, [[ἔκχυτος]] [[γέλως]], «[[καγχασμός]]», Σουΐδ. ἐν λέξει [[καγχάζω]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἔκχυτον, τό, ῥευστόν τι [[ἔδεσμα]], ἐν γὰρ τοῖς Κίρκης ἔκχυτον οὐκ ἔφαγεν Ἀνθ. Π. 9. 395˙ ἀλλ’ [[ἴσως]] [[ἀναγνωστέον]] ἔγχυτον.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se répand, flottant <i>en parl. de la chevelure</i>;<br /><b>2</b> qui se détend;<br /><b>3</b> versé ; τὸ ἔκχυτον gâteau versé d’un moule.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκχέω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκχῠτος Medium diacritics: ἔκχυτος Low diacritics: έκχυτος Capitals: ΕΚΧΥΤΟΣ
Transliteration A: ékchytos Transliteration B: ekchytos Transliteration C: ekchytos Beta Code: e)/kxutos

English (LSJ)

ον, (ἐκχέω)

   A poured forth, unconfined, κόμη AP9.669.8 (Marian.); outstretched, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο ib.5.274 (Paul.Sil.).    2 immoderate, γέλως Suid. s.v. καγχασμός.    II Subst., ἔκχυτον, τό, dub. sens. in AP9.395 (Pall.; ποτόν tit., εἶδος βρώματος Sch.); title of dialogue on ᾠοσκοπία by Hermagoras, Stoic.1.102.

German (Pape)

[Seite 788] ausgegossen, ausgebreitet; κόμη, das Laub des Epheu, Marian. ep. (IX, 669); auch ὕπνῳ, Paul. Sil. 12 (V, 275); γέλως, ausgelassenes Lachen, Suid.; τὸ ἔκχυτον, ein flüssiges Gericht, Pallad. 25 (IX, 395).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκχῠτος: -ον, (ἐκχέω) χυτός, «χυμένος», ἔκχυτον εὐχαίτης κισσὸς ἔπλεξε κόμην Ἀνθ. Π. 9. 669˙ ἐξηπλωμένος, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο αὐτόθι 5. 275. 2) ἐπὶ γέλωτος, σφοδρός, ἀθρόος, Λατ. effusus, ἔκχυτος γέλως, «καγχασμός», Σουΐδ. ἐν λέξει καγχάζω. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἔκχυτον, τό, ῥευστόν τι ἔδεσμα, ἐν γὰρ τοῖς Κίρκης ἔκχυτον οὐκ ἔφαγεν Ἀνθ. Π. 9. 395˙ ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον ἔγχυτον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se répand, flottant en parl. de la chevelure;
2 qui se détend;
3 versé ; τὸ ἔκχυτον gâteau versé d’un moule.
Étymologie: ἐκχέω.