λυσσάω: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λυσσάω''': Ἀττ. λυττάω, εἶμαι [[πλήρης]] μανίας ἢ ὁρμῆς ἐν τῇ μάχῃ, Ἡρόδ. 9. 71· πρβλ. [[λύσσα]] ἐν ἀρχῇ. 2) εἶμαι [[λυσσώδης]], [[μανιώδης]], Σοφ. Ο. Τ. 1258, Ἀντ. 492, Πλάτ. Πολ. 329C, κτλ.· λ. πρὸς μῖξιν Ψευδο-Φωκυλ. 202· ἔρωτες λυττῶντες Πλάτ. Πολ. 586C· ― μετ’ ἀπαρ., μανιωδῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Ἡλιόδ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 298, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1· ἐπὶ λύκων, Θεόκρ. 4. 11 (ἐν ἀμφιβόλῳ τινὶ χωρίῳ)· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4. | |lstext='''λυσσάω''': Ἀττ. λυττάω, εἶμαι [[πλήρης]] μανίας ἢ ὁρμῆς ἐν τῇ μάχῃ, Ἡρόδ. 9. 71· πρβλ. [[λύσσα]] ἐν ἀρχῇ. 2) εἶμαι [[λυσσώδης]], [[μανιώδης]], Σοφ. Ο. Τ. 1258, Ἀντ. 492, Πλάτ. Πολ. 329C, κτλ.· λ. πρὸς μῖξιν Ψευδο-Φωκυλ. 202· ἔρωτες λυττῶντες Πλάτ. Πολ. 586C· ― μετ’ ἀπαρ., μανιωδῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Ἡλιόδ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 298, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1· ἐπὶ λύκων, Θεόκρ. 4. 11 (ἐν ἀμφιβόλῳ τινὶ χωρίῳ)· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ, <i>att.</i> [[λυττάω]]-ῶ :<br /><b>1</b> être enragé;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être dans un transport violent (de colère, de passion, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[λύσσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. λυττάω, Ep. part.
A λυσσώων Man.1.244, AP5.265 (Paul. Sil.):—to be raging in battle, Hdt.9.71; cf. λύσσα init. 2 rave, be mad, S.OT1258, Ant.492, Pl.R.329c, Epicur.Sent.Vat.11, Man., APll.cc., etc.; λ. πρὸς μεῖξιν Ps.-Phoc.214; ἔρωτες λυττῶντες Pl.R.586c: c. inf., desire madly to do, Hld.2.20. II of dogs, suffer from rabies, Ar.Lys. 298, Arist.HA604a6; of wolves, Theoc.4.11; of horses, Arist.HA 604b13. III causal, make mad, κἂν λελυσσήκῃ τινά (sc. τὰ δήγματα) Damocr. ap. Gal.13.821. (Hsch. has λύσσεται· μαίνεται.)
Greek (Liddell-Scott)
λυσσάω: Ἀττ. λυττάω, εἶμαι πλήρης μανίας ἢ ὁρμῆς ἐν τῇ μάχῃ, Ἡρόδ. 9. 71· πρβλ. λύσσα ἐν ἀρχῇ. 2) εἶμαι λυσσώδης, μανιώδης, Σοφ. Ο. Τ. 1258, Ἀντ. 492, Πλάτ. Πολ. 329C, κτλ.· λ. πρὸς μῖξιν Ψευδο-Φωκυλ. 202· ἔρωτες λυττῶντες Πλάτ. Πολ. 586C· ― μετ’ ἀπαρ., μανιωδῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Ἡλιόδ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 298, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1· ἐπὶ λύκων, Θεόκρ. 4. 11 (ἐν ἀμφιβόλῳ τινὶ χωρίῳ)· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ, att. λυττάω-ῶ :
1 être enragé;
2 fig. être dans un transport violent (de colère, de passion, etc.).
Étymologie: λύσσα.