κοιτάζω: Difference between revisions
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιτάζω''': ([[κοίτη]]) βάλλω εἰς τὴν κλίνην, [[κατακοιμίζω]], Ἡσύχ., κοιταστέον τὰς κύνας Ἀρρ. Κυν. 9, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. ― Μέσ., [[μετὰ]] Δωρ. ἀορ. ἐκοιταξάμην, [[ὑπάγω]] εἰς τὴν κλίνην, «[[πλαγιάζω]]», κατακλίνομαι, ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Πινδ. Ο. 13. 107· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πολυβ. 10. 15, 9, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔχω τὴν κοίτην μου, κοιμῶμαι, ἐπὶ λέοντος, ποῦ κοιτάζει, ποῦ κοιμᾶται, Αἴσωπ. 114 Halm. | |lstext='''κοιτάζω''': ([[κοίτη]]) βάλλω εἰς τὴν κλίνην, [[κατακοιμίζω]], Ἡσύχ., κοιταστέον τὰς κύνας Ἀρρ. Κυν. 9, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. ― Μέσ., [[μετὰ]] Δωρ. ἀορ. ἐκοιταξάμην, [[ὑπάγω]] εἰς τὴν κλίνην, «[[πλαγιάζω]]», κατακλίνομαι, ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Πινδ. Ο. 13. 107· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πολυβ. 10. 15, 9, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔχω τὴν κοίτην μου, κοιμῶμαι, ἐπὶ λέοντος, ποῦ κοιτάζει, ποῦ κοιμᾶται, Αἴσωπ. 114 Halm. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=mettre au lit, faire coucher;<br /><i><b>Moy.</b></i> κοιτάζομαι, se coucher, dormir.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
(κοίτη)
A put to bed, Hsch.; esp. of cattle, fold, ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα LXX Je.40(33).12; cause to rest, ποῦ ποιμαίνεις, ποῦ -άζεις ἐν μεσημβρίᾳ; ib.Ca.1.7. 2 Med., Dor. aor. ἐκοιταξάμην, go to bed, sleep, ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Pi.O.13.76, cf. LXX De.6.7. b encamp, bivouac, Aen. Tact.10.26 (Pass.), Plb.10.15.9, POxy.1465.9(i B.C.); perh. to be read in Eup.341. II intr., in Act., have a lair, of a lion, Aesop.114: nest, of birds, BGU1252.11 (ii B.C.). III parcelout lands (cf. κοίτη v), ib.619.4 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1470] ins Lager legen, zu Bett bringen, Hesych. – Med. sich ins Bett legen, sich lagern, schlafen; ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Pind. Ol. 13, 75; κοιτάζεσθαι ἐπὶ τῶν διηρπασμένων Pol. 10, 15, 9; öfter bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτάζω: (κοίτη) βάλλω εἰς τὴν κλίνην, κατακοιμίζω, Ἡσύχ., κοιταστέον τὰς κύνας Ἀρρ. Κυν. 9, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. ― Μέσ., μετὰ Δωρ. ἀορ. ἐκοιταξάμην, ὑπάγω εἰς τὴν κλίνην, «πλαγιάζω», κατακλίνομαι, ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Πινδ. Ο. 13. 107· ὡσαύτως παρὰ Πολυβ. 10. 15, 9, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔχω τὴν κοίτην μου, κοιμῶμαι, ἐπὶ λέοντος, ποῦ κοιτάζει, ποῦ κοιμᾶται, Αἴσωπ. 114 Halm.
French (Bailly abrégé)
mettre au lit, faire coucher;
Moy. κοιτάζομαι, se coucher, dormir.
Étymologie: κοίτη.