ἔκφορος: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκφορος''': -ον, ([[φέρω]]) ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἔξω, [[ἐξαγώγιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1138. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κάμῃ γνωστὸν ἢ κοινολογήσῃ, εἰ δ’ ἔκφ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας Εὐρ. Ἱππ. 295˙ οὐδεὶς γὰρ ἔκφ. [[λόγος]] Πλάτ. Λάχ. 201Α˙ πρβλ. ἐκφορὰ ΙΙ. 2. 3) παραφερόμενος ὑπὸ πάθους ἢ ὀργῆς, [[βίαιος]], [[παράφορος]], Πλούτ. 2. 424Α˙ ἔκφ. ὑπὸ τοῦ πάθους, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ.˙ [[ἵππος]] ἔκφ., [[ἵππος]] ἀφηνιάσας, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐξάγων, ἀπελαύνων, τῶν δυσσεβούντων δ’ ἐκφορωτέρα πέλοις, δηλ. τοὺς δὲ δυσσεβεῖς [[μᾶλλον]] ἀπελάσαις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 910. 2) ἔκφοροι γυναῖκες, ἔγκυοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 258. ΙΙΙ. ὡς ναυτικὸς ὅρος, ἔκφοροι, οἱ, τὰ σχοινία τὰ χρησιμεύοντα πρὸς συστολὴν ἢ διαστολὴν τῶν ἱστίων, ἄλλως τέρθριοι, Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Φωτ. Λεξ. | |lstext='''ἔκφορος''': -ον, ([[φέρω]]) ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἔξω, [[ἐξαγώγιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1138. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κάμῃ γνωστὸν ἢ κοινολογήσῃ, εἰ δ’ ἔκφ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας Εὐρ. Ἱππ. 295˙ οὐδεὶς γὰρ ἔκφ. [[λόγος]] Πλάτ. Λάχ. 201Α˙ πρβλ. ἐκφορὰ ΙΙ. 2. 3) παραφερόμενος ὑπὸ πάθους ἢ ὀργῆς, [[βίαιος]], [[παράφορος]], Πλούτ. 2. 424Α˙ ἔκφ. ὑπὸ τοῦ πάθους, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ.˙ [[ἵππος]] ἔκφ., [[ἵππος]] ἀφηνιάσας, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐξάγων, ἀπελαύνων, τῶν δυσσεβούντων δ’ ἐκφορωτέρα πέλοις, δηλ. τοὺς δὲ δυσσεβεῖς [[μᾶλλον]] ἀπελάσαις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 910. 2) ἔκφοροι γυναῖκες, ἔγκυοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 258. ΙΙΙ. ὡς ναυτικὸς ὅρος, ἔκφοροι, οἱ, τὰ σχοινία τὰ χρησιμεύοντα πρὸς συστολὴν ἢ διαστολὴν τῶν ἱστίων, ἄλλως τέρθριοι, Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Φωτ. Λεξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qu’on peut emporter <i>ou</i> exporter;<br /><b>2</b> qui se laisse emporter par la passion, violent;<br /><b>3</b> produit au dehors ; <i>fig.</i> publié <i>ou</i> qu’on peut divulgué;<br /><b>II.</b> qui emporte, qui détruit : [[ἔκφορος]] [[τῶν]] δυσσεβούντων ESCHL qui fait périr les impies.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκφέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A exportable, f.l. for ἐκφορά, Ar.Pl.1138. 2 to be made known or divulged, εἰ δ' ἔ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας E.Hipp. 295; οὐδεὶς γὰρ ἔ. λόγος Pl.La.201a; cf. ἐκφορά 1.2. 3 carried astray, Plu.2.424a; ἵππος ἔ. a runaway horse, Gal.5.510. 4 ἔκφορα, τά, produce of the earth, Antipho Soph.60. II Act., carrying out:—in A.Eu.910 τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα is not, more ready to carry them out to burial (v. ἐκφορά 1), but rather, more ready to weed them out, as a gardener does noxious plants (ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην, in next line). 2 blabbing, betraying secrets, Ar.Th.472. 3 = εὐέκφορος (quod fort. leg.), γυναῖκες Arist.Fr.283. 4 expressive, κίνησις ἔ. τινος Chrysipp.Stoic.3.112. III as Subst., ἔκφοροι, οἱ, reefing-ropes,= τέρθριοι, Sch.Ar.Eq.438, Phot. s.v. ἡνιόχους.
German (Pape)
[Seite 786] 1) herauszutragen, Ar. Plut. 1138. – 2) bekannt zu machen, λόγος Plat. Lach. 201 a; εἰ δ' ἔκφορός σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγε Eur. Hipp. 295. – 3) durch Leidenschaft fortgerissen, Sp.; sich verirrend, καὶ πλανώμενος Plut. def. or. 25. – 4) act., heraustragend; τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις Aesch. Eum. 870, mögest die Gottlosen bald als Leichen fortschaffen, Wellauer vermuthet ἔκφθορος; bekannt machend, Ar. Th. 472, wenn nicht ἐκφορά zu lesen. – 5) οἱ ἔκφοροι, Segeltaue, Schol. Ar. Equ. 438.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκφορος: -ον, (φέρω) ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἔξω, ἐξαγώγιμος, Ἀριστοφ. Πλ. 1138. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κάμῃ γνωστὸν ἢ κοινολογήσῃ, εἰ δ’ ἔκφ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας Εὐρ. Ἱππ. 295˙ οὐδεὶς γὰρ ἔκφ. λόγος Πλάτ. Λάχ. 201Α˙ πρβλ. ἐκφορὰ ΙΙ. 2. 3) παραφερόμενος ὑπὸ πάθους ἢ ὀργῆς, βίαιος, παράφορος, Πλούτ. 2. 424Α˙ ἔκφ. ὑπὸ τοῦ πάθους, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ.˙ ἵππος ἔκφ., ἵππος ἀφηνιάσας, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐξάγων, ἀπελαύνων, τῶν δυσσεβούντων δ’ ἐκφορωτέρα πέλοις, δηλ. τοὺς δὲ δυσσεβεῖς μᾶλλον ἀπελάσαις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 910. 2) ἔκφοροι γυναῖκες, ἔγκυοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 258. ΙΙΙ. ὡς ναυτικὸς ὅρος, ἔκφοροι, οἱ, τὰ σχοινία τὰ χρησιμεύοντα πρὸς συστολὴν ἢ διαστολὴν τῶν ἱστίων, ἄλλως τέρθριοι, Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Φωτ. Λεξ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qu’on peut emporter ou exporter;
2 qui se laisse emporter par la passion, violent;
3 produit au dehors ; fig. publié ou qu’on peut divulgué;
II. qui emporte, qui détruit : ἔκφορος τῶν δυσσεβούντων ESCHL qui fait périr les impies.
Étymologie: ἐκφέρω.