τρίγονος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίγονος''': -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, [[Διόνυσος]] Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ἁπλῶς]] = [[τρεῖς]], τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ [[τρεῖς]]». | |lstext='''τρίγονος''': -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, [[Διόνυσος]] Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ἁπλῶς]] = [[τρεῖς]], τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ [[τρεῖς]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> engendré trois fois (Bacchus);<br /><b>2</b> <i>pl.</i> engendré au nombre de trois.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
(proparox.), ον,
A thrice-born, Διόνυσος Orph.H.30.2. II in pl. simply = τρεῖς, three, τέκνα τ. E.HF1023; κόραι τ. Id.Ion 496 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 1142] dreimal, zum dritten Male geboren; – τρίγονα τέκνα, drei Kinder, κόραι, drei Töchter, Eur. Ion 496 Herc. Fur. 1023.
Greek (Liddell-Scott)
τρίγονος: -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, Διόνυσος Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἁπλῶς = τρεῖς, τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ τρεῖς».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 engendré trois fois (Bacchus);
2 pl. engendré au nombre de trois.
Étymologie: τρεῖς, γίγνομαι.