τρίγονος
English (LSJ)
(proparox.), ον,
A thrice-born, Διόνυσος Orph.H.30.2.
II in plural simply = τρεῖς, three, τέκνα τ. E.HF1023; κόραι τ. Id.Ion 496 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 1142] dreimal, zum dritten Male geboren; – τρίγονα τέκνα, drei Kinder, κόραι, drei Töchter, Eur. Ion 496 Herc. Fur. 1023.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 engendré trois fois (Bacchus);
2 pl. engendré au nombre de trois.
Étymologie: τρεῖς, γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίγονος -ον [τρι -, γίγνομαι] van drie geboorten, drie:. τέκνα τρίγονα drie kinderen Eur. HF 1023.
Russian (Dvoretsky)
τρίγονος: (ῐ) трижды рожденный: τρίγονοι κόραι Eur. три дочери.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που γεννήθηκε τρίτος, ο τριτότοκος
2. στον πληθ. τρίγονοι, -α
τρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δίγονος].
Greek Monotonic
τρίγονος: -ον (γίγνομαι), τριπλά γεννημένος· στον πληθ. απλώς = τρεῖς, τρία, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
τρίγονος: -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, Διόνυσος Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἁπλῶς = τρεῖς, τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ τρεῖς».
Middle Liddell
τρί-γονος, ον, γίγνομαι
thrice-born: in plural simply = τρεῖς, three, Eur.