σάγμα: Difference between revisions
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάγμα''': τό, ([[σάττω]]) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., [[κάλυμμα]], [[ἐπένδυμα]], ὡς τὸ [[σάγος]], μέγα [[ἐπανωφόριον]], δοκεῖ ἐοικέναι [[μάλιστα]] Μορύχου σάγματι Ἀριστοφ. Σφ. 1142· - τὸ ἐπικάλυμμα ἢ [[ἐπένδυμα]] ἀσπίδος, Ευρ. Ἀνδρ. 618, Ἀριστοφ. Ἀχ. 574.<br />ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς τὸ σαγὴ ΙΙ, [[ἐπίσαγμα]], «σαμάρι» πρὸς φόρτωσιν, Στράβ. 693· τὰ σ. τῶν ὑποζυγίων Πλουτ. Πομπ. 41, Ἄρατ. 25· τῆς καμήλου Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΑ΄, 34). ΙΙΙ. πράγματα σεσωρευμένα εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[σωρός]], ὅπλων Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20. | |lstext='''σάγμα''': τό, ([[σάττω]]) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., [[κάλυμμα]], [[ἐπένδυμα]], ὡς τὸ [[σάγος]], μέγα [[ἐπανωφόριον]], δοκεῖ ἐοικέναι [[μάλιστα]] Μορύχου σάγματι Ἀριστοφ. Σφ. 1142· - τὸ ἐπικάλυμμα ἢ [[ἐπένδυμα]] ἀσπίδος, Ευρ. Ἀνδρ. 618, Ἀριστοφ. Ἀχ. 574.<br />ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς τὸ σαγὴ ΙΙ, [[ἐπίσαγμα]], «σαμάρι» πρὸς φόρτωσιν, Στράβ. 693· τὰ σ. τῶν ὑποζυγίων Πλουτ. Πομπ. 41, Ἄρατ. 25· τῆς καμήλου Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΑ΄, 34). ΙΙΙ. πράγματα σεσωρευμένα εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[σωρός]], ὅπλων Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />charge, attirail ; <i>d’où</i><br /><b>I.</b> attirail d’équipement :<br /><b>1</b> armure;<br /><b>2</b> vêtement, manteau;<br /><b>3</b> <i>postér.</i> harnais de bête de somme, bât, selle;<br /><b>II.</b> tas, monceau.<br />'''Étymologie:''' R. Σαγ, charger ; v. [[σάττω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (σάττω) mostly in pl.,
A covering, clothing, esp. like σάγος, large cloak, Ar.V.1142; covering of a shield, E.Andr.617, Ar. Ach.574. II later, like σαγή 11, pack-saddle, Ostr.Bodl.i321 (ii B.C.), Str.15.1.20, POxy.326 (i A.D.); τὰ σ. τῶν ὑποζυγίων Plu. Pomp.41, cf. Arat.25; τῆς καμήλου LXX Ge.31.34; cj. in A.Pr. 463. III pile, ὅπλων Plu.Cat.Ma.20.
German (Pape)
[Seite 857] τό, 1) das, was dem Pferde, Esel, Maulthier aufgepackt wird, Decke, Saum- oder Packsattel, Plut. Pomp. 41 Arat. 25; auch die darauf gepackte Last, die ganze Last eines Maulthiers, App. Mthr. 82. – 2) von Menschen. Bedeckung, Bekleidung, bes., wie σάγος, ein grobes Oberkleid, Ar. Vesp. 1142, wo der Schol. erkl. μαλλωτὸς σάγος. – 3) Ueberzug eines Schildes, Schildfutteral, τὸ τῆς ἀσπίδος ἔλυτρον, Phot. u. Hesych.: ἡ θήκη τοῦ ὅπλου, Suid., der aus Soph. (frg. 939) anführt κάλλιστα τεύχη δ' ἐν καλοῖσι σάγμασιν. So Ar. Ach. 548: τίς Γοργόν' ἐξήγειρεν ἐκ τοῦ σάγματος, d. i. den mit der Gorgo bezeichneten Schild. – 4) alles dicht über einander Gehäufte, Haufen, ἐν πολλοῖς σάγμασιν ὅπλων, Plut. Cat. mai. 20.
Greek (Liddell-Scott)
σάγμα: τό, (σάττω) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., κάλυμμα, ἐπένδυμα, ὡς τὸ σάγος, μέγα ἐπανωφόριον, δοκεῖ ἐοικέναι μάλιστα Μορύχου σάγματι Ἀριστοφ. Σφ. 1142· - τὸ ἐπικάλυμμα ἢ ἐπένδυμα ἀσπίδος, Ευρ. Ἀνδρ. 618, Ἀριστοφ. Ἀχ. 574.
ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς τὸ σαγὴ ΙΙ, ἐπίσαγμα, «σαμάρι» πρὸς φόρτωσιν, Στράβ. 693· τὰ σ. τῶν ὑποζυγίων Πλουτ. Πομπ. 41, Ἄρατ. 25· τῆς καμήλου Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΑ΄, 34). ΙΙΙ. πράγματα σεσωρευμένα εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, σωρός, ὅπλων Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
charge, attirail ; d’où
I. attirail d’équipement :
1 armure;
2 vêtement, manteau;
3 postér. harnais de bête de somme, bât, selle;
II. tas, monceau.
Étymologie: R. Σαγ, charger ; v. σάττω.