σάγος
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, coarse cloak, plaid, used by the Gauls, Plb.2.28.7, 2.30.1, D.S.5.30; by the Spaniards, App.Hisp.42; soldier's cloak, Lat. sagum, Plu.2.201c; σ. Ἀρσινοϊτικοί Peripl.M.Rubr.8; σ. Γαλλικός, Ἆφρος, Edict.Diocl.19.60,61; simply cloak or perhaps blanket, POxy.1051.20 (iii A.D.); horse-cloth, Hippiatr.99 (so Lat. sagum, Cod.Theod.8.5.50, al.).
German (Pape)
[Seite 857] ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber σάγη, σάκος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
saie ou sayon, casaque ; manteau de soldat en gén.
Étymologie: DELG emprunté au lat. sagus, sagum, qui l'a emprunté aux Gaulois ou aux Espagnols.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάγος -ου, ὁ [Lat. sagus] soldatenmantel.
Russian (Dvoretsky)
σάγος: (ᾰ) ὁ (лат. sagum) толстый плащ Polyb., Diod., тж. солдатский плащ Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σάγος: [ᾰ], ὁ, χονδρὸς μανδύας, ἐπανωφόριον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Γαλάταις, τὰς ἀναξυρίδας ἔχοντες καὶ τοὺς εὐπετεῖς τῶν σάγων περὶ ἑαυτοὺς ἐξέταξαν Πολύβ. 2. 28, 7., 7. 30, 1, Διόδ. 5. 30· παρὰ τοῖς Ἱσπανοῖς, Ἀππ. Ἰβηρ. 42· μανδύας στρατιωτικός, Λατ. sagum, Πλούτ. 2, 201C.
(Λέγεται ὅτι εἶναι λέξις Γαλατικὴ ἢ Κελτιβηρική· ἀλλὰ φαίνεται συγγενὴς τοῖς σάγη, σάγμα, σάκος, σάκκος, σάττω. - Καθ’ Ἡσύχ.; «σάγος· μέρος τι τῆς πανοπλίας».
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
υφασμάτινο κάλυμμα υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα υποζυγίου, κασάς
αρχ.
1. χρωματιστός μάλλινος μανδύας τών Γαλατών
2. μανδύας τών Ισπανών
3. στρατιωτικός μανδύας
4. πιθ. μάλλινο κλινοσκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sagum «είδος μανδύα», λ. πιθ. κελτικής προέλευσης].
Greek Monotonic
σάγος: [ᾰ], ὁ, χοντρός στρατιωτικός μανδύας, πανωφόρι, επενδύτης που φορούσαν οι Γαλάτες, σε Πολύβ. (πιθ. Γαλατική λέξη).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: woollen cloak, soldier's cloak, a.o. used by Gallians, Hispanics (Plb., D. S., App. a.o.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Celt.
Etymology: From Lat. sagus, -um id. (Celt. LW [loanword]; s. W.-Hofmann s.v. w. lit.).
Middle Liddell
σᾰ́γος, ὁ,
a coarse cloak, used by the Gauls, Polyb. [Perh. a Gallic word.]
Frisk Etymology German
σάγος: {ságos}
Grammar: m.
Meaning: wollener Mantel, Soldatenmantel, u.a. von Galliern, Hispaniern benutzt (Plb., D. S., App. u.a.).
Etymology: Aus lat. sagus, -um ib. (kelt. LW; s. W.-Hofmann s.v. m. Lit.).
Page 2,670