ὑποτείνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποτείνω''': μέλλ. -τενῶ, [[ἐκτείνω]] [[ὑποκάτω]], θέτω [[ὑποκάτω]], Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 908, Πλάτ. Τίμ. 74Α· τι ὑπό τι Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· ἀντηρίδας... ὑπ. πρὸς τοὺς τοίχους, ἐνέπηξε δοκοὺς ἐγκαρσίους [[ὅπους]] στηρίξῃ τὰς πλευρὰς τοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 36 - παθ., ἐκτείνομαι [[ὑποκάτω]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30. β) ἀμεταβ., ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑπ. τὴν τοῦ τριγώνου (ἐξυπ. ἡ γραμμὴ) Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6· ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα (ἐξυπ. γραμμὴ ἢ πλευρὰ) [[Ἀπολλόδωρος]] ὁ ἀριθμητικὸς παρ’ Ἀθην. 418F· οὕτω μόνον ἡ ὑποτείνουσα Πλάτ. Τίμ. 54D, Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 9. 3 καὶ 7· [[ὡσαύτως]] ἡ νευρὰ τόξου. Μαθηματ. 2) [[ἐντείνω]], τεντώνω ἰσχυρῶς., [τοὺς [[κάλως]]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 458· - μεταφ., μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, ὑφαπλώνει ἢ προξενεῖ εἰς τὴν ψυχήν, Σοφ. Αἴ. 262. ΙΙ. [[προτείνω]] ἣ ὑπισχνοῦμαι νά, μετ’ ἀπαρ. ὑποτείνοντές τε τὰ ἐμπόρια ἐλευθεροῦν Ἡρόδ. 7. 158, πρβλ. Θουκ. 8. 48· - μεταφ., ὑπ. τινὶ μισθοὺς Ἀριστοφ. Ἀχ. 657· ἐλπίδας, ὑποσχέσεις Δημ. 121. 24., 625. 6· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Δίων Κάσσ. 38. 31. 2) [[προβάλλω]] ἐνώπιόν τινος, [[προσφέρω]], [[προτείνω]], ὑπ. τοῖς λόγοις μέμψιν Παυσ. 7. 9, 4· ὑπ. τινὶ λόγους τοιούτους λέγειν Εὐρ. Ὀρ. 905· ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[προτείνω]] [[ἐρώτημα]], ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 448Ε.
|lstext='''ὑποτείνω''': μέλλ. -τενῶ, [[ἐκτείνω]] [[ὑποκάτω]], θέτω [[ὑποκάτω]], Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 908, Πλάτ. Τίμ. 74Α· τι ὑπό τι Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· ἀντηρίδας... ὑπ. πρὸς τοὺς τοίχους, ἐνέπηξε δοκοὺς ἐγκαρσίους [[ὅπους]] στηρίξῃ τὰς πλευρὰς τοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 36 - παθ., ἐκτείνομαι [[ὑποκάτω]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30. β) ἀμεταβ., ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑπ. τὴν τοῦ τριγώνου (ἐξυπ. ἡ γραμμὴ) Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6· ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα (ἐξυπ. γραμμὴ ἢ πλευρὰ) [[Ἀπολλόδωρος]] ὁ ἀριθμητικὸς παρ’ Ἀθην. 418F· οὕτω μόνον ἡ ὑποτείνουσα Πλάτ. Τίμ. 54D, Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 9. 3 καὶ 7· [[ὡσαύτως]] ἡ νευρὰ τόξου. Μαθηματ. 2) [[ἐντείνω]], τεντώνω ἰσχυρῶς., [τοὺς [[κάλως]]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 458· - μεταφ., μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, ὑφαπλώνει ἢ προξενεῖ εἰς τὴν ψυχήν, Σοφ. Αἴ. 262. ΙΙ. [[προτείνω]] ἣ ὑπισχνοῦμαι νά, μετ’ ἀπαρ. ὑποτείνοντές τε τὰ ἐμπόρια ἐλευθεροῦν Ἡρόδ. 7. 158, πρβλ. Θουκ. 8. 48· - μεταφ., ὑπ. τινὶ μισθοὺς Ἀριστοφ. Ἀχ. 657· ἐλπίδας, ὑποσχέσεις Δημ. 121. 24., 625. 6· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Δίων Κάσσ. 38. 31. 2) [[προβάλλω]] ἐνώπιόν τινος, [[προσφέρω]], [[προτείνω]], ὑπ. τοῖς λόγοις μέμψιν Παυσ. 7. 9, 4· ὑπ. τινὶ λόγους τοιούτους λέγειν Εὐρ. Ὀρ. 905· ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[προτείνω]] [[ἐρώτημα]], ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 448Ε.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> tendre dessous :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> [[τι]] [[πρός]] [[τι]] fixer fortement une chose contre une autre;<br /><b>2</b> proposer, promettre, acc. ; avec un inf. : τὸν βασιλέα φίλον ποιῆσαι THC se faire fort de concilier (à son pays) l’amitié du grand roi;<br /><b>3</b> proposer, suggérer, acc.;<br /><b>II.</b> tendre fortement ; <i>fig.</i> ὑπ. ὀδύνας SOPH causer une vive douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τείνω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτείνω Medium diacritics: ὑποτείνω Low diacritics: υποτείνω Capitals: ΥΠΟΤΕΙΝΩ
Transliteration A: hypoteínō Transliteration B: hypoteinō Transliteration C: ypoteino Beta Code: u(potei/nw

English (LSJ)

(A),

   A stretch under, put under, ὀθόνιον Hp.VC14, Pl.Ti.74a; δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην Hp.Fract.13; ἀντηρίδας . . ὑ. πρὸς τοὺς τοίχους fixed stay-beams to strengthen the ship's sides, Th.7.36:—Pass., to be extended beneath, Arist.PA695a2.    b intr., extend under, subtend, ὑπὸ τὴν μείζω γωνίαν ὑ. τὴν τοῦ τριγώνου (sc. ἡ γραμμή) Id.Mete.376a13; ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα (sc. γραμμή or πλευρά) the hypotenuse or line subtending the right angle, Apollod. ap. Ath.10.418f; so ἡ ὑποτείνουσα alone, Pl.Ti.54d, Arist.IA709a1, 20; of a chord, subtend an arc, Euc.3.29; ἡ τὴν ΜΝΞ περιφέρειαν ὑποτείνουσα εὐθεῖα Theodos. Tripol.Sphaer.2.33 Heiberg.    2 strain, pull hard, [τοὺς κάλως] Ar.Pax458: metaph., μεγάλας ὀδύνας ὑ. intensifies, S.Aj. 262 (anap.).    II hold out hopes, offer, c. inf., ὑ. τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῦν Hdt.7.158, cf. Th.8.48; also ὑ. [τινὶ] μισθούς Ar.Ach.657; ἐλπίδας, ὑποσχέσεις, D.13.19, 23.14:—Med., D.C.38.31.    2 lay or put before one, present, suggest, ὑ. τοῖς λόγοις μέμψιν Paus.7.9.4; ὑ. λόγους τινὶ τοιούτους λέγειν E.Or.915 (tm.); ἀπάτην Plu.Tim.10:— Med., Pl.Tht.179e; also, propose a question, Id.Grg.448e; τὸ προοίμιον δύο ταῦτα ὑποτείνεται has as its subjects, Steph. in Gal.1.233 D.
ὑποτείνω (B),

   A v. ὑποτίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτείνω: μέλλ. -τενῶ, ἐκτείνω ὑποκάτω, θέτω ὑποκάτω, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 908, Πλάτ. Τίμ. 74Α· τι ὑπό τι Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· ἀντηρίδας... ὑπ. πρὸς τοὺς τοίχους, ἐνέπηξε δοκοὺς ἐγκαρσίους ὅπους στηρίξῃ τὰς πλευρὰς τοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 36 - παθ., ἐκτείνομαι ὑποκάτω, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30. β) ἀμεταβ., ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑπ. τὴν τοῦ τριγώνου (ἐξυπ. ἡ γραμμὴ) Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6· ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα (ἐξυπ. γραμμὴ ἢ πλευρὰ) Ἀπολλόδωρος ὁ ἀριθμητικὸς παρ’ Ἀθην. 418F· οὕτω μόνον ἡ ὑποτείνουσα Πλάτ. Τίμ. 54D, Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 9. 3 καὶ 7· ὡσαύτως ἡ νευρὰ τόξου. Μαθηματ. 2) ἐντείνω, τεντώνω ἰσχυρῶς., [τοὺς κάλως] Ἀριστοφ. Εἰρ. 458· - μεταφ., μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, ὑφαπλώνει ἢ προξενεῖ εἰς τὴν ψυχήν, Σοφ. Αἴ. 262. ΙΙ. προτείνω ἣ ὑπισχνοῦμαι νά, μετ’ ἀπαρ. ὑποτείνοντές τε τὰ ἐμπόρια ἐλευθεροῦν Ἡρόδ. 7. 158, πρβλ. Θουκ. 8. 48· - μεταφ., ὑπ. τινὶ μισθοὺς Ἀριστοφ. Ἀχ. 657· ἐλπίδας, ὑποσχέσεις Δημ. 121. 24., 625. 6· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Δίων Κάσσ. 38. 31. 2) προβάλλω ἐνώπιόν τινος, προσφέρω, προτείνω, ὑπ. τοῖς λόγοις μέμψιν Παυσ. 7. 9, 4· ὑπ. τινὶ λόγους τοιούτους λέγειν Εὐρ. Ὀρ. 905· ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· - οὕτως ἐν τῷ μέσ., Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε· ἀλλ’ ὡσαύτως προτείνω ἐρώτημα, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 448Ε.

French (Bailly abrégé)

I. tendre dessous :
1 au propre τι πρός τι fixer fortement une chose contre une autre;
2 proposer, promettre, acc. ; avec un inf. : τὸν βασιλέα φίλον ποιῆσαι THC se faire fort de concilier (à son pays) l’amitié du grand roi;
3 proposer, suggérer, acc.;
II. tendre fortement ; fig. ὑπ. ὀδύνας SOPH causer une vive douleur.
Étymologie: ὑπό, τείνω.