καταμαραίνω: Difference between revisions
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμᾰραίνω''': (ὡς καὶ τὸ ἀπομαραίνω), [[κάμνω]] τι νὰ μαρανθῇ ἐντελῶς, Θεόφρ. π. Πυρὸς 10· [[ἰσχναίνω]], ἀδυνατίζω, ἐξασθενῶ, Λουκ. Τίμ. 17:― Μέσ., μαραίνομαι ἐντελῶς, φθείρομαι, κυρ. καὶ μεταφορ., περὶ τῶν οἰδημάτων ἢ ἀποστημάτων, Ἱππ. Προρρ. 89· τὸ πῦρ κ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 17, 6· κ. ἄνθρακες Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 3, κτλ.· τὸ [[πάθος]] (δηλ. τοῦ σεισμοῦ) καταμ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 8, 31· τὰ ψυχικὰ μεγέθη φθίνειν καὶ καταμαραίνεσθαι Λογγ. 238, 5· ἐπὶ προσώπων, πρὶν ἀνθῆσαι, κατ. Πλούτ. 2. 804Ε. | |lstext='''καταμᾰραίνω''': (ὡς καὶ τὸ ἀπομαραίνω), [[κάμνω]] τι νὰ μαρανθῇ ἐντελῶς, Θεόφρ. π. Πυρὸς 10· [[ἰσχναίνω]], ἀδυνατίζω, ἐξασθενῶ, Λουκ. Τίμ. 17:― Μέσ., μαραίνομαι ἐντελῶς, φθείρομαι, κυρ. καὶ μεταφορ., περὶ τῶν οἰδημάτων ἢ ἀποστημάτων, Ἱππ. Προρρ. 89· τὸ πῦρ κ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 17, 6· κ. ἄνθρακες Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 3, κτλ.· τὸ [[πάθος]] (δηλ. τοῦ σεισμοῦ) καταμ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 8, 31· τὰ ψυχικὰ μεγέθη φθίνειν καὶ καταμαραίνεσθαι Λογγ. 238, 5· ἐπὶ προσώπων, πρὶν ἀνθῆσαι, κατ. Πλούτ. 2. 804Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> faner, flétrir ; <i>Pass.</i> se faner, se flétrir;<br /><b>2</b> exténuer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαραίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
aor.
A -εμάρᾱνα Ph.1.266:—cause to wither, Thphr. Ign.10, Ph.l.c.; make lean, Luc.Tim.17:—Pass., die away, of dropsical swellings, Hp.Prorrh.2.6; τὸ πῦρ κ. Arist.Resp.479a14, cf. Thphr.HP5.9.3, etc.; τὸ πάθος (sc. τοῦ σεισμοῦ) κ. Arist.Mete.368a7; of persons, πρὶν ἀνθῆσαι . . κ. Plu.2.804e.
German (Pape)
[Seite 1362] dürr, welk, kraftlos machen, Theophr. u. Sp. – Pass. verwelken, hinschwinden; καταμαραίνεται τὸ πῦρ Arist. de respirat. 17; Sp.; πολλοὶ πρὶν ἀνθῆσαι περὶ τὸ βῆμα κατεμαράνθησαν Plut. rein. ger. pr. 10.
Greek (Liddell-Scott)
καταμᾰραίνω: (ὡς καὶ τὸ ἀπομαραίνω), κάμνω τι νὰ μαρανθῇ ἐντελῶς, Θεόφρ. π. Πυρὸς 10· ἰσχναίνω, ἀδυνατίζω, ἐξασθενῶ, Λουκ. Τίμ. 17:― Μέσ., μαραίνομαι ἐντελῶς, φθείρομαι, κυρ. καὶ μεταφορ., περὶ τῶν οἰδημάτων ἢ ἀποστημάτων, Ἱππ. Προρρ. 89· τὸ πῦρ κ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 17, 6· κ. ἄνθρακες Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 3, κτλ.· τὸ πάθος (δηλ. τοῦ σεισμοῦ) καταμ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 8, 31· τὰ ψυχικὰ μεγέθη φθίνειν καὶ καταμαραίνεσθαι Λογγ. 238, 5· ἐπὶ προσώπων, πρὶν ἀνθῆσαι, κατ. Πλούτ. 2. 804Ε.
French (Bailly abrégé)
1 faner, flétrir ; Pass. se faner, se flétrir;
2 exténuer.
Étymologie: κατά, μαραίνω.