μηδέτερος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηδέτερος''': ἢ μηδ’ [[ἕτερος]], -α, -ον, [[μήτε]] ὁ εἷς, [[μήτε]] ὁ [[ἄλλος]], Θουκ. 2. 72., 4. 218, Πλάτ. Πολ. 470Β, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] [[διῃρημένως]], οἱ [[μηδὲ]] μεθ’ ἑτέρων Θουκ. 2. 67, πρβλ. 5. 48., 6. 44, κτλ.· [[μηδὲ]] καθ’ ἕτερα 7. 59. Ἐπίρρ. μηδετέρως, κατὰ μηδέτερον τρόπον, [[μήτε]] κατὰ τὸν ἕνα τρόπον [[μήτε]] κατὰ τὸν ἄλλον, Ἀριστ. Ποιητ. 14, 8. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 327.
|lstext='''μηδέτερος''': ἢ μηδ’ [[ἕτερος]], -α, -ον, [[μήτε]] ὁ εἷς, [[μήτε]] ὁ [[ἄλλος]], Θουκ. 2. 72., 4. 218, Πλάτ. Πολ. 470Β, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] [[διῃρημένως]], οἱ [[μηδὲ]] μεθ’ ἑτέρων Θουκ. 2. 67, πρβλ. 5. 48., 6. 44, κτλ.· [[μηδὲ]] καθ’ ἕτερα 7. 59. Ἐπίρρ. μηδετέρως, κατὰ μηδέτερον τρόπον, [[μήτε]] κατὰ τὸν ἕνα τρόπον [[μήτε]] κατὰ τὸν ἄλλον, Ἀριστ. Ποιητ. 14, 8. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 327.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />aucun des deux.<br />'''Étymologie:''' [[μηδέ]], [[ἕτερος]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδέτερος Medium diacritics: μηδέτερος Low diacritics: μηδέτερος Capitals: ΜΗΔΕΤΕΡΟΣ
Transliteration A: mēdéteros Transliteration B: mēdeteros Transliteration C: mideteros Beta Code: mhde/teros

English (LSJ)

or μηδ' ἕτερος, α, ον, Dor. μηδάτερος (q.v.),

   A neither of the two, Th.4.118, Pl.R.470a, etc.; also divisim, οἱ μηδὲ μεθ' ἑτέρων Th.2.67, cf. 72; μηδὲ καθ' ἕτερα Id.7.59. Adv. μηδετέρως in neither way, Arist.Po.1460b35; μ. ἔχοντες being indifferent (neither friends nor foes), ib.1453b19.

German (Pape)

[Seite 170] keiner von beiden; Plat. Euthyd. 286 a; ἐὰν μηδέτερον ἰδεῖν δυνώμεθα, Soph. 250 e; auch oft im plur., τὸ μηδέτερα ὄν, Rep. IX, 583 e. – Μηδὲ ἕτερος ist nachdrücklicher, auch nicht Einer von beiden, Thuc. 2, 67. 72. Vgl. μηδέ.

Greek (Liddell-Scott)

μηδέτερος: ἢ μηδ’ ἕτερος, -α, -ον, μήτε ὁ εἷς, μήτεἄλλος, Θουκ. 2. 72., 4. 218, Πλάτ. Πολ. 470Β, κτλ.· ― ὡσαύτως διῃρημένως, οἱ μηδὲ μεθ’ ἑτέρων Θουκ. 2. 67, πρβλ. 5. 48., 6. 44, κτλ.· μηδὲ καθ’ ἕτερα 7. 59. Ἐπίρρ. μηδετέρως, κατὰ μηδέτερον τρόπον, μήτε κατὰ τὸν ἕνα τρόπον μήτε κατὰ τὸν ἄλλον, Ἀριστ. Ποιητ. 14, 8. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 327.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
aucun des deux.
Étymologie: μηδέ, ἕτερος.