συγκοιμάομαι: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκοιμάομαι''': παθ., [[μετὰ]] μέλλ. -ήσομαι, πρκμ. -κεκοίμημαι, κοιμῶμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69, Λυσί. παρ’ Ἀθην. 535Α˙ ἐπὶ τῆς γυναικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258, Σοφ. Ἠλ. 274, Εὐρ. Φοίν. 54, κλπ.˙ ― ἀπολ., [[μετέχω]] τῆς αὐτῆς κλίνης, ἐπὶ τέκνου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 13. ΙΙ. μεταφ., σ. τοῖς πράγμασι, ἐπὶ ἱστοριογράφου, rebus gestis indormire, Πολυβ. Ἐκλ. Βατ. σ. 401. | |lstext='''συγκοιμάομαι''': παθ., [[μετὰ]] μέλλ. -ήσομαι, πρκμ. -κεκοίμημαι, κοιμῶμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69, Λυσί. παρ’ Ἀθην. 535Α˙ ἐπὶ τῆς γυναικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258, Σοφ. Ἠλ. 274, Εὐρ. Φοίν. 54, κλπ.˙ ― ἀπολ., [[μετέχω]] τῆς αὐτῆς κλίνης, ἐπὶ τέκνου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 13. ΙΙ. μεταφ., σ. τοῖς πράγμασι, ἐπὶ ἱστοριογράφου, rebus gestis indormire, Πολυβ. Ἐκλ. Βατ. σ. 401. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> συγκοιμήσομαι, <i>pf.</i> συγκεκοίμημαι;<br />coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], κοιμάομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A sleep with, lie with, of the man, τινι Hdt.3.69, Lys.Fr.4; of the woman, A.Ag.1258, S.El.274, E.Ph.54; of an infant, συγκοιμάσθω τὸ βρέφος αὐτῇ Sor.1.106: abs., to be bedfellows, of children, Arr.Epict.2.22.13. II metaph., σ. τοῖς πράγμασι, of an historian, Plb.12.26D.3; τῷ Ὀρέστῃ συγκεκοίμημαι D.C.60.28.
German (Pape)
[Seite 968] dep. pass., zusammenliegen, -schlafen; δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ, Aesch. Ag. 1231; vgl. Soph. El. 266; παιδί, Eur. Phoen. 54; γυναικί, Her. 3, 69; Plut. Aristia. et Cat. 6, auch Luc. 6 auch Luc.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοιμάομαι: παθ., μετὰ μέλλ. -ήσομαι, πρκμ. -κεκοίμημαι, κοιμῶμαι ὁμοῦ μετά τινος, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69, Λυσί. παρ’ Ἀθην. 535Α˙ ἐπὶ τῆς γυναικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258, Σοφ. Ἠλ. 274, Εὐρ. Φοίν. 54, κλπ.˙ ― ἀπολ., μετέχω τῆς αὐτῆς κλίνης, ἐπὶ τέκνου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 13. ΙΙ. μεταφ., σ. τοῖς πράγμασι, ἐπὶ ἱστοριογράφου, rebus gestis indormire, Πολυβ. Ἐκλ. Βατ. σ. 401.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. συγκοιμήσομαι, pf. συγκεκοίμημαι;
coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κοιμάομαι.