προσαιρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαιρέομαι''': μέσ., [[ἐκλέγω]] ἐπὶ πλέον, [[ἐκλέγω]] καὶ προσθέτω, [[δέκα]] γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους Θουκ. 5. 63˙ ἑαυτῷ πρ. τινα, [[προσλαμβάνω]] ὡς σύντροφόν μου ἢ σύμμαχον, Λατ. coöptare, Ἡρόδ. 3. 130., 9. 10˙ καὶ προσελόμενοι σφίσιν αὐτοῖς τοῦ Πειραιῶς ἄρχοντας [[δέκα]] κτλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 50, 16, Blass. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐκλέγω]] [[προσέτι]], τινά τινι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39˙ τινὰ [[πρός]] τινι [[αὐτόθι]] 2. 1, 16.
|lstext='''προσαιρέομαι''': μέσ., [[ἐκλέγω]] ἐπὶ πλέον, [[ἐκλέγω]] καὶ προσθέτω, [[δέκα]] γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους Θουκ. 5. 63˙ ἑαυτῷ πρ. τινα, [[προσλαμβάνω]] ὡς σύντροφόν μου ἢ σύμμαχον, Λατ. coöptare, Ἡρόδ. 3. 130., 9. 10˙ καὶ προσελόμενοι σφίσιν αὐτοῖς τοῦ Πειραιῶς ἄρχοντας [[δέκα]] κτλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 50, 16, Blass. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐκλέγω]] [[προσέτι]], τινά τινι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39˙ τινὰ [[πρός]] τινι [[αὐτόθι]] 2. 1, 16.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> προσαιρήσομαι, <i>ao.2</i> προσειλόμην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> choisir pour associé, adjoindre dans son propre intérêt : τινά τινι une personne à une autre;<br /><b>2</b> choisir en outre : τινά τινι <i>ou</i> τινα [[πρός]] τινι une personne outre une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], αἱρέομαι.
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαιρέομαι Medium diacritics: προσαιρέομαι Low diacritics: προσαιρέομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΙΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prosairéomai Transliteration B: prosaireomai Transliteration C: prosaireomai Beta Code: prosaire/omai

English (LSJ)

Med.,

   A choose and associate with, τινάς τινι ξυμβούλους Th.5.63; ἑωυτῷ π. τινά take for one's companion or ally, Hdt.9.10; κοινὸν αὑτοῖς [διαιτητήν] D.59.45; σφίσιν αὐτοῖς ἄρχοντας Arist.Ath. 35.1; ὁ αἰσυμνήτης τοὺς προσεταίρους -εῖται SIG57.7 (Milet., v B. C.), cf. IG12.56.27, 84.38.    II choose in addition to, τινά τινι X.HG6.2.39; στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι ib.2.1.16.    III Act. προσαιρεῖν appoint as one's assistant, POxy.58.17 (iii A.D.): aor. part. προσελών dub. sens. in PPetr.2.20 iii 9 (cf. 3p.76, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 748] (s. αἱρέω), dazu erwählen od. annehmen; ἑαυτῷ τινα, sich Einen zum Gefährten od. Genossen wählen, Her. 9, 10; Plat. Legg. VI, 754 c Xen. Cyr. 1, 5, 57; de rep. Lac. 15, 5; κοινὸν διαιτητήν, Dem. 59, 45; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσαιρέομαι: μέσ., ἐκλέγω ἐπὶ πλέον, ἐκλέγω καὶ προσθέτω, δέκα γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους Θουκ. 5. 63˙ ἑαυτῷ πρ. τινα, προσλαμβάνω ὡς σύντροφόν μου ἢ σύμμαχον, Λατ. coöptare, Ἡρόδ. 3. 130., 9. 10˙ καὶ προσελόμενοι σφίσιν αὐτοῖς τοῦ Πειραιῶς ἄρχοντας δέκα κτλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 50, 16, Blass. ΙΙ. καθόλου, ἐκλέγω προσέτι, τινά τινι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39˙ τινὰ πρός τινι αὐτόθι 2. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. προσαιρήσομαι, ao.2 προσειλόμην, etc.
1 choisir pour associé, adjoindre dans son propre intérêt : τινά τινι une personne à une autre;
2 choisir en outre : τινά τινι ou τινα πρός τινι une personne outre une autre.
Étymologie: πρός, αἱρέομαι.