ἐριβρεμέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριβρεμέτης''': -ου, ὁ, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], ἰσχυρῶς βροντῶν, [[Ζεὺς]] Ἰλ. Ν. 624· περὶ τοῦ Αἰσχύλ., ἦ που δεινὸν ἐριβρεμέτας χόλον [[ἔνδοθεν]] ἕξει Ἀριστοφ. Βάτρ. 814· Ἰνδοὶ κῶμον ἄγουσιν ἐριβρεμέτῃ Διονύσῳ Δίον. Π. 578, κτλ.· ἰσχυρῶς βρυχώμενος, [[λέων]] Πινδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· [[μεγάλως]] ἠχῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 195.
|lstext='''ἐριβρεμέτης''': -ου, ὁ, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], ἰσχυρῶς βροντῶν, [[Ζεὺς]] Ἰλ. Ν. 624· περὶ τοῦ Αἰσχύλ., ἦ που δεινὸν ἐριβρεμέτας χόλον [[ἔνδοθεν]] ἕξει Ἀριστοφ. Βάτρ. 814· Ἰνδοὶ κῶμον ἄγουσιν ἐριβρεμέτῃ Διονύσῳ Δίον. Π. 578, κτλ.· ἰσχυρῶς βρυχώμενος, [[λέων]] Πινδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· [[μεγάλως]] ἠχῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 195.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />au bruit retentissant.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[βρέμω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριβρεμέτης Medium diacritics: ἐριβρεμέτης Low diacritics: εριβρεμέτης Capitals: ΕΡΙΒΡΕΜΕΤΗΣ
Transliteration A: eribremétēs Transliteration B: eribremetēs Transliteration C: erivremetis Beta Code: e)ribreme/ths

English (LSJ)

ου, Ep. εω, ὁ,

   A loud-thundering, Ζεύς Il.13.624 ; of Aeschylus, Ar.Ra.814(hex.); Διόνυσος D.P.578, etc.; loud-roaring, λέοντες Pi.I.4(3).46 ; loud-sounding, αὐλός AP6.195 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 1028] ὁ, der laut tosende, donnernde Zeus, Il. 13, 624 u. sp. D.; λέων, laut brüllend, Pind. I. 3, 64; Aeschylus, Ar. Ran. 814; αὐλός, laut schallend, Archi. 4 (VI, 195), u. ä. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριβρεμέτης: -ου, ὁ, ἐπὶ τοῦ Διός, ἰσχυρῶς βροντῶν, Ζεὺς Ἰλ. Ν. 624· περὶ τοῦ Αἰσχύλ., ἦ που δεινὸν ἐριβρεμέτας χόλον ἔνδοθεν ἕξει Ἀριστοφ. Βάτρ. 814· Ἰνδοὶ κῶμον ἄγουσιν ἐριβρεμέτῃ Διονύσῳ Δίον. Π. 578, κτλ.· ἰσχυρῶς βρυχώμενος, λέων Πινδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· μεγάλως ἠχῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 195.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, βρέμω.