κομψότης: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομψότης''': -ητος, ἡ, = [[κομψεία]], [[λεπτότης]], [[χάρις]], [[γλαφυρότης]], ἰδίως γλώσσης, Ἰσοκρ. 233Α (διάφ. γραφ. κοσμιότητος), Πλάτ. Ἐπιστ. 358C, Πλούτ. 2. 353Ε. | |lstext='''κομψότης''': -ητος, ἡ, = [[κομψεία]], [[λεπτότης]], [[χάρις]], [[γλαφυρότης]], ἰδίως γλώσσης, Ἰσοκρ. 233Α (διάφ. γραφ. κοσμιότητος), Πλάτ. Ἐπιστ. 358C, Πλούτ. 2. 353Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />finesse, habileté (de langage).<br />'''Étymologie:''' [[κομψός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A elegance, prettiness, daintiness, esp. of language, Isoc.12.1 (v.l. κοσμιότητος), Pl.Ep.358c (pl.); κ. ἱστορική, φυσική, Plu.2.353e.
German (Pape)
[Seite 1480] ητος, ἡ, Artigkeit, Feinheit, Witz, auch Schlauheit; Plat. Ep. X, 358 c; Plut. Artax. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κομψότης: -ητος, ἡ, = κομψεία, λεπτότης, χάρις, γλαφυρότης, ἰδίως γλώσσης, Ἰσοκρ. 233Α (διάφ. γραφ. κοσμιότητος), Πλάτ. Ἐπιστ. 358C, Πλούτ. 2. 353Ε.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
finesse, habileté (de langage).
Étymologie: κομψός.