ποδήρης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδήρης''': -ες, ὁ [[μέχρι]] τῶν ποδῶν καταβαίνων, [[πέπλος]], χιτὼν π., [[ἔνδυμα]] καταβαῖνον [[μέχρι]] τῶν ποδῶν μὲ πτυχὰς καθέτους καὶ παραλλήλους, ὡς ἐν τοῖς ἀρχαϊκοῖς ἀγάλμασι τῶν Ἑλλήνων, Εὐρ. Βάκχ. 833, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2, Παυσ. 5. 19, 6, κλπ.· π. ἀσπὶς ἡ [[μεγάλη]] ἀσπὶς ἥτις ἐκάλυπτε τὸ [[σῶμα]] ὅλον [[μέχρι]] καὶ αὐτῶν τῶν ποδῶν, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, Κύρ. 6. 2, 10 ·κωμ., [[πώγων]] καθεῖται π. Πλούτ. 2. 52C· μεταφ., [[ἴσως]] ἐκ τῆς πρὸς κίονα ὁμοιότητος τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, [[στῦλος]] π., [[εὐθύς]], [[ἰσχυρός]], [[στερεός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 898. 2) [[ναῦς]] π., [[πλοῖον]] [[μετὰ]] ποδῶν, δηλ. κωπῶν, Εὐστ. 1515. 29· «[[ποδήρης]]· ἡ [[ναῦς]], ἡ τοῖς ποσὶν ἐρεσσομένη ταῖς κώπαις» Ἡσύχ. 3) τὰ ποδήρη, τὰ περὶ τοὺς πόδας μέρη τοῦ σώματος, οἱ πόδες, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1594. ― (Περὶ τῆς καταλήξεως -[[ήρης]], ἴδε ἐν λ. [[τριήρης]].)
|lstext='''ποδήρης''': -ες, ὁ [[μέχρι]] τῶν ποδῶν καταβαίνων, [[πέπλος]], χιτὼν π., [[ἔνδυμα]] καταβαῖνον [[μέχρι]] τῶν ποδῶν μὲ πτυχὰς καθέτους καὶ παραλλήλους, ὡς ἐν τοῖς ἀρχαϊκοῖς ἀγάλμασι τῶν Ἑλλήνων, Εὐρ. Βάκχ. 833, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2, Παυσ. 5. 19, 6, κλπ.· π. ἀσπὶς ἡ [[μεγάλη]] ἀσπὶς ἥτις ἐκάλυπτε τὸ [[σῶμα]] ὅλον [[μέχρι]] καὶ αὐτῶν τῶν ποδῶν, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, Κύρ. 6. 2, 10 ·κωμ., [[πώγων]] καθεῖται π. Πλούτ. 2. 52C· μεταφ., [[ἴσως]] ἐκ τῆς πρὸς κίονα ὁμοιότητος τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, [[στῦλος]] π., [[εὐθύς]], [[ἰσχυρός]], [[στερεός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 898. 2) [[ναῦς]] π., [[πλοῖον]] [[μετὰ]] ποδῶν, δηλ. κωπῶν, Εὐστ. 1515. 29· «[[ποδήρης]]· ἡ [[ναῦς]], ἡ τοῖς ποσὶν ἐρεσσομένη ταῖς κώπαις» Ἡσύχ. 3) τὰ ποδήρη, τὰ περὶ τοὺς πόδας μέρη τοῦ σώματος, οἱ πόδες, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1594. ― (Περὶ τῆς καταλήξεως -[[ήρης]], ἴδε ἐν λ. [[τριήρης]].)
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> qui descend jusqu’aux pieds (robe, vêtement, bouclier);<br /><b>2</b> qui a des pieds, ajusté avec des pieds : [[στῦλος]] ESCHL colonne qui repose sur le sol ; τὰ ποδήρη les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], ἄρω.
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδήρης Medium diacritics: ποδήρης Low diacritics: ποδήρης Capitals: ΠΟΔΗΡΗΣ
Transliteration A: podḗrēs Transliteration B: podērēs Transliteration C: podiris Beta Code: podh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A reaching to the feet, πέπλοι, χιτὼν π., a robe that falls over the feet, E.Ba.833, X.Cyr.6.4.2, Paus.5.19.6, etc. (later ποδήρης alone (sc. χιτών) of the High Priest's robe, LXXEx.25.6, Aristeas96); π. ἀσπίς large shield which covered the body down to the feet, X.An.1.8.9, Cyr.6.2.10: Com., πώγων π. καθεῖται Plu.2.52c.    2 ναῦς π. a ship with feet, i.e. oars, Hsch., Eust.1515.29; στῦλος π. a firmly based pillar, A.Ag.898.    3 τὰ π. parts about the feet, feet, ib.1594. (-ήρης perh. from -ᾱρης, cf. Arc. pr. n. Ποδάρης.)

German (Pape)

[Seite 643] ες, bis auf die Füße reichend, sie berührend; πέπλοι ποδήρεις, Eur. Bacch. 831; χιτών, Xen. Cyr. 6, 4, 2; auch ἀσπίς, 6, 2, 10; Folgde; auch πώγων, Plut. ad. et am. discr. 9. – Bei Aesch. ist στύλος ποδήρης ὑψηλῆς στέγης ein hoher Pfeiler, Ag. 872, u. τὰ ποδήρη, neben χερῶν ἄκρους κτένας, ib. 1576, sind die Füße selbst. – Nach Hesych auch ein Schiff, das Ruder statt der Füße hat.

Greek (Liddell-Scott)

ποδήρης: -ες, ὁ μέχρι τῶν ποδῶν καταβαίνων, πέπλος, χιτὼν π., ἔνδυμα καταβαῖνον μέχρι τῶν ποδῶν μὲ πτυχὰς καθέτους καὶ παραλλήλους, ὡς ἐν τοῖς ἀρχαϊκοῖς ἀγάλμασι τῶν Ἑλλήνων, Εὐρ. Βάκχ. 833, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2, Παυσ. 5. 19, 6, κλπ.· π. ἀσπὶς ἡ μεγάλη ἀσπὶς ἥτις ἐκάλυπτε τὸ σῶμα ὅλον μέχρι καὶ αὐτῶν τῶν ποδῶν, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, Κύρ. 6. 2, 10 ·κωμ., πώγων καθεῖται π. Πλούτ. 2. 52C· μεταφ., ἴσως ἐκ τῆς πρὸς κίονα ὁμοιότητος τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, στῦλος π., εὐθύς, ἰσχυρός, στερεός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 898. 2) ναῦς π., πλοῖον μετὰ ποδῶν, δηλ. κωπῶν, Εὐστ. 1515. 29· «ποδήρης· ἡ ναῦς, ἡ τοῖς ποσὶν ἐρεσσομένη ταῖς κώπαις» Ἡσύχ. 3) τὰ ποδήρη, τὰ περὶ τοὺς πόδας μέρη τοῦ σώματος, οἱ πόδες, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1594. ― (Περὶ τῆς καταλήξεως -ήρης, ἴδε ἐν λ. τριήρης.)

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 qui descend jusqu’aux pieds (robe, vêtement, bouclier);
2 qui a des pieds, ajusté avec des pieds : στῦλος ESCHL colonne qui repose sur le sol ; τὰ ποδήρη les pieds.
Étymologie: πούς, ἄρω.