τιμαλφέω: Difference between revisions
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τιμαλφέω''': τιμῶ, σέβω, [[θεραπεύω]], τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν Πινδ. Ν. 9. 130· θεοὺς τοῖσδε τιμαλφεῖν χρεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 922· μολόντα τ., [[ἑορτάζω]] τὴν ἔλευσίν τινος, ὁ αὐτ. Εὐμ. 15. - Παθ., σκήπτροισι τιμαλφούμενος [[αὐτόθι]] 626· ὑπ’ ἀστῶν... τ. [[αὐτόθι]] 807· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, [[οἷον]] παρ’ Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 10. - Ὁ Ἐπίχ. (παρὰ Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 626) περιγελᾷ τὸν Αἰσχύλον ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ταύτης. | |lstext='''τιμαλφέω''': τιμῶ, σέβω, [[θεραπεύω]], τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν Πινδ. Ν. 9. 130· θεοὺς τοῖσδε τιμαλφεῖν χρεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 922· μολόντα τ., [[ἑορτάζω]] τὴν ἔλευσίν τινος, ὁ αὐτ. Εὐμ. 15. - Παθ., σκήπτροισι τιμαλφούμενος [[αὐτόθι]] 626· ὑπ’ ἀστῶν... τ. [[αὐτόθι]] 807· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, [[οἷον]] παρ’ Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 10. - Ὁ Ἐπίχ. (παρὰ Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 626) περιγελᾷ τὸν Αἰσχύλον ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ταύτης. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />honorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[τιμαλφής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A do honour to, τ. λόγοις νίκαν Pi.N.9.54; θεοὺς τοῖσδε τ. χρεών A.Ag.922; μολόντα τ. celebrate any one's arrival, Id.Eu. 15:—Pass., σκήπτροισι τιμαλφούμενος ib.626; ὑπ' ἀστῶν . . τ. ib.807:— rare in Prose, τ. τοὺς θεούς Arist.Pol.1336b19; and in later Poetry, τ. τὰν σὰν . . θυμέλαν Sammelb.6699.2 (iii B.C.):—Epich. (Fr.214) ridiculed Aeschylus for his use of this word.
German (Pape)
[Seite 1114] verehren, verherrlichen; ὑπὲρ πολλῶν τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν, Pind. N. 9, 54; μολόντα, Jemandes Ankunft feiern, Aesch. Eum. 15; τοὺς θεούς, Ag. 896; ἄνδρα διοσδότοις σκήπτροισι τιμαλφούμενον, Eum. 596; Sp., auch in Prosa, wie Arist. polit. 7, 17, θεούς; Phot. erkl. τιμαλφούμενος, τιμὴν εὑρηκώς.
Greek (Liddell-Scott)
τιμαλφέω: τιμῶ, σέβω, θεραπεύω, τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν Πινδ. Ν. 9. 130· θεοὺς τοῖσδε τιμαλφεῖν χρεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 922· μολόντα τ., ἑορτάζω τὴν ἔλευσίν τινος, ὁ αὐτ. Εὐμ. 15. - Παθ., σκήπτροισι τιμαλφούμενος αὐτόθι 626· ὑπ’ ἀστῶν... τ. αὐτόθι 807· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, οἷον παρ’ Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 10. - Ὁ Ἐπίχ. (παρὰ Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 626) περιγελᾷ τὸν Αἰσχύλον ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ταύτης.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
honorer, acc..
Étymologie: τιμαλφής.