μῆνιγξ: Difference between revisions
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῆνιγξ''': -ιγγος, ἡ, λεπτὴ μεμβρᾶνα, [[ὑμήν]], Ἱππ. 249. 26 κἑξ., πρβλ. Foës. Oecon.· ἐπὶ τοῦ ὑμένος τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἐμπεδ. 226, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 2, 2· τὸ [[τύμπανον]] τοῦ [[ὠτός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβ. 32. 13, 1· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ὁ ὑμὴν ὁ σκέπων τὸν ἐγκέφαλον, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 5., 3. 3, 21· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μῆνιγξ]]· ὑμὴν τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τὸ ὑφιστάμενον τοῖς οἰνηροῖς πίθοις ἐν τῷ οἴνῳ πρὸ τοῦ ἀνθεῖν· ἐπίπλους, καὶ [[δημός]]». | |lstext='''μῆνιγξ''': -ιγγος, ἡ, λεπτὴ μεμβρᾶνα, [[ὑμήν]], Ἱππ. 249. 26 κἑξ., πρβλ. Foës. Oecon.· ἐπὶ τοῦ ὑμένος τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἐμπεδ. 226, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 2, 2· τὸ [[τύμπανον]] τοῦ [[ὠτός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβ. 32. 13, 1· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ὁ ὑμὴν ὁ σκέπων τὸν ἐγκέφαλον, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 5., 3. 3, 21· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μῆνιγξ]]· ὑμὴν τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τὸ ὑφιστάμενον τοῖς οἰνηροῖς πίθοις ἐν τῷ οἴνῳ πρὸ τοῦ ἀνθεῖν· ἐπίπλους, καὶ [[δημός]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιγγος (ἡ) :<br />membrane très fine ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> membrane du cerveau, méninge;<br /><b>2</b> tunique de l’œil;<br /><b>3</b> cartilage de l’oreille.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. et expressif, d’origine obscure. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ιγγος, ἡ,
A membrane, Hp.Carn.3; of the membrane of the eye, Emp.84.7 (pl.), Arist.GA781a20; drum of the ear, Id.Pr.961a38; esp. membrane enclosing the brain, dura mater, Hp.VC1, Arist. HA495a8, 514a17, Gal.2.708, etc.: in pl., ib.716, Q.S.5.327, 12.406. II scum on milk, Hsch.
German (Pape)
[Seite 174] ιγγος, ἡ, die Haut; Emped.- 280 vom Auge, τό τ' ἐν μήνιγξιν ἐεργμένον ὠγύγιον πῦρ; bes. die das Gehirn umgebende Haut, Arist. H. A. 1, 16 u. Sp., wie Plut. plac. phil. 4, 5 Luc. D. D. 8, 1. – Nach Hesych. auch die Haut, welche sich auf dem Weine bildet.
Greek (Liddell-Scott)
μῆνιγξ: -ιγγος, ἡ, λεπτὴ μεμβρᾶνα, ὑμήν, Ἱππ. 249. 26 κἑξ., πρβλ. Foës. Oecon.· ἐπὶ τοῦ ὑμένος τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἐμπεδ. 226, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 2, 2· τὸ τύμπανον τοῦ ὠτός, ὁ αὐτ. ἐν Προβ. 32. 13, 1· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ὁ ὑμὴν ὁ σκέπων τὸν ἐγκέφαλον, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 5., 3. 3, 21· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μῆνιγξ· ὑμὴν τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τὸ ὑφιστάμενον τοῖς οἰνηροῖς πίθοις ἐν τῷ οἴνῳ πρὸ τοῦ ἀνθεῖν· ἐπίπλους, καὶ δημός».
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ἡ) :
membrane très fine ; particul. :
1 membrane du cerveau, méninge;
2 tunique de l’œil;
3 cartilage de l’oreille.
Étymologie: DELG terme techn. et expressif, d’origine obscure.