μυλωθρός: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠλωθρός''': ὁ, ([[μύλη]]) «μυλωνᾶς», [[ὅστις]] διατηρεῖ δούλους ἵνα ἐργάζωνται ἐν τῷ μύλῳ, Δείναρχ. 93. 9, Δημ. 1251. 5, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 180. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[μυλωθρός]], ὁ μυλῶνα κεκτημένος καὶ ἐργαζόμενος»· - θηλυκ., = [[μυλωθρίς]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρήν. 258. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μύλον, Ἀφθονίου Μῦθ. 13.
|lstext='''μῠλωθρός''': ὁ, ([[μύλη]]) «μυλωνᾶς», [[ὅστις]] διατηρεῖ δούλους ἵνα ἐργάζωνται ἐν τῷ μύλῳ, Δείναρχ. 93. 9, Δημ. 1251. 5, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 180. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[μυλωθρός]], ὁ μυλῶνα κεκτημένος καὶ ἐργαζόμενος»· - θηλυκ., = [[μυλωθρίς]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρήν. 258. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μύλον, Ἀφθονίου Μῦθ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui concerne le travail de la meule.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]], [[ὠθέω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλωθρός Medium diacritics: μυλωθρός Low diacritics: μυλωθρός Capitals: ΜΥΛΩΘΡΟΣ
Transliteration A: mylōthrós Transliteration B: mylōthros Transliteration C: mylothros Beta Code: mulwqro/s

English (LSJ)

ὁ, (μύλη)

   A miller who keeps slaves to work his mill, Din. 1.23, D.53.14, Arist.Ath.51.3, IG2.3566, Poll.7.180: fem., = μυλωθρίς, Sch.Ar. Pax258, Hsch. s.v. ἀλετρίς.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ (auch μύλωθρος), ver Müller, Mühlenmeister, welcher Sklaven zum Mahlen hält, Dem. 53, 14; Din. 1, 23; nach Suid. ὁ μυλῶνα κεκτημένος καὶ ἐργαζόμενος; vgl. Ath. IV, 168 a XIV, 619 b; D. L. 9, 59; Poll. 7, 180. – Auch adj., zur Mühle, zum Mahlen gehörig, ᾠδή, Lied, beim Mahlen gesungen.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλωθρός: ὁ, (μύλη) «μυλωνᾶς», ὅστις διατηρεῖ δούλους ἵνα ἐργάζωνται ἐν τῷ μύλῳ, Δείναρχ. 93. 9, Δημ. 1251. 5, Πολυδ. Ζ΄, 180. - Κατὰ Σουΐδ.: «μυλωθρός, ὁ μυλῶνα κεκτημένος καὶ ἐργαζόμενος»· - θηλυκ., = μυλωθρίς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρήν. 258. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μύλον, Ἀφθονίου Μῦθ. 13.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui concerne le travail de la meule.
Étymologie: μύλη, ὠθέω.