νοθεία: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοθεία''': ἡ, ([[νοθεύω]]) ἡ [[γέννησις]] οὐχὶ ἐκ νομίμου γάμου, τὸ μὴ γνήσιον, Πλουτ. Θεμιστ. 1, Αἰμίλ. 8, Σύγκρ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. 1. | |lstext='''νοθεία''': ἡ, ([[νοθεύω]]) ἡ [[γέννησις]] οὐχὶ ἐκ νομίμου γάμου, τὸ μὴ γνήσιον, Πλουτ. Θεμιστ. 1, Αἰμίλ. 8, Σύγκρ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />bâtardise, naissance illégitime.<br />'''Étymologie:''' [[νόθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A birth out of wedlock or by a marriage with an inferior, Plu.Them.1, Aem.8, Comp.Ages.Pomp.1. II spuriousness, τινὲς νοθείαν τοῦ πρώτου βιβλίου κατεψηφίσαντο Olymp.in Mete.4.16.
Greek (Liddell-Scott)
νοθεία: ἡ, (νοθεύω) ἡ γέννησις οὐχὶ ἐκ νομίμου γάμου, τὸ μὴ γνήσιον, Πλουτ. Θεμιστ. 1, Αἰμίλ. 8, Σύγκρ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bâtardise, naissance illégitime.
Étymologie: νόθος.