ἑρμηνευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑρμηνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς ἑρμηνείαν· ἡ ἐρμηνευτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Πολιτικ. 260D. ἑρμ. [[δύναμις]] Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34.
|lstext='''ἑρμηνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς ἑρμηνείαν· ἡ ἐρμηνευτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Πολιτικ. 260D. ἑρμ. [[δύναμις]] Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’interprétation.<br />'''Étymologie:''' [[ἑρμηνεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμηνευτικός Medium diacritics: ἑρμηνευτικός Low diacritics: ερμηνευτικός Capitals: ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hermēneutikós Transliteration B: hermēneutikos Transliteration C: ermineftikos Beta Code: e(rmhneutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for interpreting: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Plt.260d; διάλεκτος ἑ. τινός Id.Def. 414d; λόγος Ph.1.58; ἑ. δύναμις power of expression, gift of style, Luc.Hist. Conscr.34, Theod.(?)ap.Nicol.Prog.p.2F.

German (Pape)

[Seite 1032] zum Auslegen, Erklären gehörig, geschickt, ἡ ἑρμηνευτική, sc. τέχνη, die Auslegekunst, Plat. Polit. 260 d;, δύναμις Luc. hist. conscr. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμηνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἑρμηνείαν· ἡ ἐρμηνευτικὴ (δηλ. τέχνη) Πλάτ. Πολιτικ. 260D. ἑρμ. δύναμις Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’interprétation.
Étymologie: ἑρμηνεύω.