συμπλάσσω: Difference between revisions
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πλάττω]] [[ὁμοῦ]], γαίης, ἐκ χώματος, Ἡσ. Θεογ. 571· λέγεται ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 10, π. Ζ. Γεν. 3. 10, 28. ― Παθ., [[σησαμῆ]] ξυμπλάττεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 869. 2) ἐπὶ ῥητόρων ἢ συγγραφέων, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ., συμφωνοῦντες εἰς ὑποθέσεις καὶ εἰς πλαστὰ πράγματα, Πλάτ. Χαρμ. 175D. ― Mέσ., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι Δίων Κ. 50. 5. 3) μεταφορ., [[πλάττω]], [[κατασκευάζω]], [[ἐφευρίσκω]], αἰτίας καὶ ἐγκλήματα Δημ. 949. 13· σ. τι ἑαυτῷ Αἰσχίν. 64. 34. | |lstext='''συμπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πλάττω]] [[ὁμοῦ]], γαίης, ἐκ χώματος, Ἡσ. Θεογ. 571· λέγεται ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 10, π. Ζ. Γεν. 3. 10, 28. ― Παθ., [[σησαμῆ]] ξυμπλάττεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 869. 2) ἐπὶ ῥητόρων ἢ συγγραφέων, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ., συμφωνοῦντες εἰς ὑποθέσεις καὶ εἰς πλαστὰ πράγματα, Πλάτ. Χαρμ. 175D. ― Mέσ., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι Δίων Κ. 50. 5. 3) μεταφορ., [[πλάττω]], [[κατασκευάζω]], [[ἐφευρίσκω]], αἰτίας καὶ ἐγκλήματα Δημ. 949. 13· σ. τι ἑαυτῷ Αἰσχίν. 64. 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=former ensemble, façonner ensemble, construire ; <i>fig.</i> imaginer, combiner;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπλάσσομαι imaginer, combiner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
Att.συμπλάττω, pf. -πέπλᾰκα prob.cj. in J.Ap.2.2:—
A moula or fashion together, γαίης of clay, Hes.Th.571, cf. Hermipp.41; of bees, Arist.HA628a34, GA761a7; of Prometheus, τὸν ἄνθρωπον Aristid.Or.42(6).7:—Pass., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ar.Pax869; τῶν ἐντὸς [τῆς κνήκου] . . μέλιτι συμπλασθέντων Diocl.Fr.140. 2 of speakers and writers, συνομολογοῦντες καὶ σ. by agreeing on an hypothesis and a fiction, Pl.Chrm.175d:—Med., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι D.C.50.5. 3 metaph., feign or fabricate together, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα D.36.16; σ. ἑαυτῷ ἐνύπνιον Aeschin.3.77.
German (Pape)
[Seite 987] att. -πλάττω (s. πλάσσω), zusammenformen; γαίης, aus Erde, Hes. Th. 571; σησαμῆ ξυμπλάττεται, Ar. Pax 834; Plat. Charm. 175 d; u. übertr., erdichten, αἰτίας συμπλάσας Dem. 36, 16; συμπλάσας ἑαυτῷ ἐνύπνιον, Aesch. 3, 77.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλάσσω: Ἀττ. -ττω, πλάττω ὁμοῦ, γαίης, ἐκ χώματος, Ἡσ. Θεογ. 571· λέγεται ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 10, π. Ζ. Γεν. 3. 10, 28. ― Παθ., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 869. 2) ἐπὶ ῥητόρων ἢ συγγραφέων, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ., συμφωνοῦντες εἰς ὑποθέσεις καὶ εἰς πλαστὰ πράγματα, Πλάτ. Χαρμ. 175D. ― Mέσ., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι Δίων Κ. 50. 5. 3) μεταφορ., πλάττω, κατασκευάζω, ἐφευρίσκω, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα Δημ. 949. 13· σ. τι ἑαυτῷ Αἰσχίν. 64. 34.
French (Bailly abrégé)
former ensemble, façonner ensemble, construire ; fig. imaginer, combiner;
Moy. συμπλάσσομαι imaginer, combiner.
Étymologie: σύν, πλάσσω.