ἐπίστροφος: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίστροφος''': -ον, ([[ἐπιστρέφω]]) ὁ ἀναστρεφόμενος, ἐρχόμενος εἰς συγκοινωνίαν μετ’ ἄλλων (κατὰ τὰς περιπλανήσεις [[αὐτοῦ]]), φιλοξενούμενος ἐν ξέναις χώραις, [[ἐπίστροφος]] ἦν ἀνθρώπων Ὀδ. Α. 177· (διάφ. γραφ. [[ἐπίσκοπος]]) Θ. 163· ἐπ. τινος, ἐνδιαφερόμενος εἴς τι, ἔν τινι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 397. 2) = [[ἐπιστρεφής]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 979, Διον. Π. 75. 3) Ἐπίρρ. -φως, ἐπιμελῶς, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 10, [[Μέμνων]] ἐν Φωτ. Βιβλ. 225. 3: ― ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ἐπιστρεφῶς.
|lstext='''ἐπίστροφος''': -ον, ([[ἐπιστρέφω]]) ὁ ἀναστρεφόμενος, ἐρχόμενος εἰς συγκοινωνίαν μετ’ ἄλλων (κατὰ τὰς περιπλανήσεις [[αὐτοῦ]]), φιλοξενούμενος ἐν ξέναις χώραις, [[ἐπίστροφος]] ἦν ἀνθρώπων Ὀδ. Α. 177· (διάφ. γραφ. [[ἐπίσκοπος]]) Θ. 163· ἐπ. τινος, ἐνδιαφερόμενος εἴς τι, ἔν τινι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 397. 2) = [[ἐπιστρεφής]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 979, Διον. Π. 75. 3) Ἐπίρρ. -φως, ἐπιμελῶς, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 10, [[Μέμνων]] ἐν Φωτ. Βιβλ. 225. 3: ― ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ἐπιστρεφῶς.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a commerce avec, gén. ; qui a un rapport avec, qui est cause de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστρέφω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστροφος Medium diacritics: ἐπίστροφος Low diacritics: επίστροφος Capitals: ΕΠΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: epístrophos Transliteration B: epistrophos Transliteration C: epistrofos Beta Code: e)pi/strofos

English (LSJ)

ον,

   A having dealings with, conversant, ἐ. ἦν ἀνθρώπων Od. 1.177 ; read by Ar.Byz. for ἐπίσκοπος, 8.163 ; ἐ. τινος concerned with or in it, A.Ag.397 (lyr.).    2 = ἐπιστρεφής, curved, winding, A.R. 2.979 ; ὅρμος D.P.75.    3 Adv. -φως diligently, exactly, Ephipp.3.10, Memn.7.3.

German (Pape)

[Seite 986] 1) umdrehend, in Bewegung setzend, τὸν ἐπίστροφον τῶνδε, den Anstifter, Aesch. Ag. 386, od. der damit verkehrt. Also – 2) verkehrend, Umgang habend, ἀνθρώπων, mit den Menschen verkehrend, Od. 1, 177, wo Schol. erkl. ἐπιστροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν ἐποιεῖτο ἀνθρώπων od. οὗ λόγον ἅπαντες ἐποιοῦντο; ἐπίστροφος ὁδαίων 8, 163, der sich mit Waaren abgiebt, wo Wolf ἐπίσκοπος aufgenommen hat. Auch – 3) wie ἐπιστρεφής, sich umwendend, gekrümmt, κέλευθος Ap. Rh. 2, 979; ὅρμος D. Per. 75. – Adv. ἐπιστρόφως, wie ἐπιστρεφῶς, sorgsam, Ephipp. bei Ath. IX, 370 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστροφος: -ον, (ἐπιστρέφω) ὁ ἀναστρεφόμενος, ἐρχόμενος εἰς συγκοινωνίαν μετ’ ἄλλων (κατὰ τὰς περιπλανήσεις αὐτοῦ), φιλοξενούμενος ἐν ξέναις χώραις, ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων Ὀδ. Α. 177· (διάφ. γραφ. ἐπίσκοπος) Θ. 163· ἐπ. τινος, ἐνδιαφερόμενος εἴς τι, ἔν τινι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 397. 2) = ἐπιστρεφής, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 979, Διον. Π. 75. 3) Ἐπίρρ. -φως, ἐπιμελῶς, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 10, Μέμνων ἐν Φωτ. Βιβλ. 225. 3: ― ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ἐπιστρεφῶς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a commerce avec, gén. ; qui a un rapport avec, qui est cause de, gén..
Étymologie: ἐπιστρέφω.