χαλκήρης: Difference between revisions
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκήρης''': -ες, γεν. εος, ἡρμοσμένος μὲ χαλκόν, ἐπὶ δοράτων καὶ βελῶν ὧν ἡ αἰχμὴ κατεσκευάζετο ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Δ. 469, Ε. 145, Ν. 650, Ὀδ. Α. 262, κλπ.· ἐπὶ περικεφαλαιῶν, Ἰλ. Γ. 316, Ο. 535· ἐπὶ ἀσπίδων, Ρ. 268· [[καθόλου]] ἐπὶ παντὸς ὅπλου, χ. τεύχεα Ο. 544· χ. [[στόλος]], ἐπὶ ἐμβόλου πλοίου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 408· χ. [[ναῦς]] Πλουτ. Δημήτρ. 42, Σύλλ. 22. ― Πρβλ. [[χαλκοάρης]]. | |lstext='''χαλκήρης''': -ες, γεν. εος, ἡρμοσμένος μὲ χαλκόν, ἐπὶ δοράτων καὶ βελῶν ὧν ἡ αἰχμὴ κατεσκευάζετο ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Δ. 469, Ε. 145, Ν. 650, Ὀδ. Α. 262, κλπ.· ἐπὶ περικεφαλαιῶν, Ἰλ. Γ. 316, Ο. 535· ἐπὶ ἀσπίδων, Ρ. 268· [[καθόλου]] ἐπὶ παντὸς ὅπλου, χ. τεύχεα Ο. 544· χ. [[στόλος]], ἐπὶ ἐμβόλου πλοίου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 408· χ. [[ναῦς]] Πλουτ. Δημήτρ. 42, Σύλλ. 22. ― Πρβλ. [[χαλκοάρης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />garni en airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], *ἄρω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A furnished or fitted with bronze, of spears and arrows tipped or armed with bronze, ξυστόν, δόρυ, ὀϊστός, ἰοί, Il.4.469, 5.145, 13.650, Od.1.262; χαλκήρεον (sic) ἔγχος Pancrat. in POxy.1085.6; κυνέη, κόρυς, Il.3.316, 15.535; σάκη 17.268; generally, χ. τεύχεα 15.544; χ. στόλος, of a ship's beak, A.Pers.408; ναῦς χ. Plu.Demetr.42, Sull.22.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκήρης: -ες, γεν. εος, ἡρμοσμένος μὲ χαλκόν, ἐπὶ δοράτων καὶ βελῶν ὧν ἡ αἰχμὴ κατεσκευάζετο ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Δ. 469, Ε. 145, Ν. 650, Ὀδ. Α. 262, κλπ.· ἐπὶ περικεφαλαιῶν, Ἰλ. Γ. 316, Ο. 535· ἐπὶ ἀσπίδων, Ρ. 268· καθόλου ἐπὶ παντὸς ὅπλου, χ. τεύχεα Ο. 544· χ. στόλος, ἐπὶ ἐμβόλου πλοίου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 408· χ. ναῦς Πλουτ. Δημήτρ. 42, Σύλλ. 22. ― Πρβλ. χαλκοάρης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
garni en airain.
Étymologie: χαλκός, *ἄρω.