ἡμίτομος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίτομος''': -ον, ([[τέμνω]]) κατὰ τὸ ἥμισυ τετμημένος κεκομμένος, διχοτομημένος, Μόσχ. 2.88. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ἡμίτομος]], ὁ, [[εἶδος]] ποτηρίου, Πάμφ. παρ’ Ἀθην. 470D. 2). ἡμίτομον, τό, τὸ ἥμισυ, Ἡρόδ. 7. 39, 9. 37· ἡμίτομα ᾠῶν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10: - [[ὡσαύτως]] ἡμιτόμιον. β) [[εἶδος]] ἐπιδέσμου καλουμένου [[ἡμιρρόμβιον]], ἐκ τοῦ σχήματος, [[διότι]] ὁμοιάζει πρὸς τὸ ἥμισυ ῥόμβου, Ἱππ. κατ’ ἰητρ. 742.
|lstext='''ἡμίτομος''': -ον, ([[τέμνω]]) κατὰ τὸ ἥμισυ τετμημένος κεκομμένος, διχοτομημένος, Μόσχ. 2.88. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ἡμίτομος]], ὁ, [[εἶδος]] ποτηρίου, Πάμφ. παρ’ Ἀθην. 470D. 2). ἡμίτομον, τό, τὸ ἥμισυ, Ἡρόδ. 7. 39, 9. 37· ἡμίτομα ᾠῶν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10: - [[ὡσαύτως]] ἡμιτόμιον. β) [[εἶδος]] ἐπιδέσμου καλουμένου [[ἡμιρρόμβιον]], ἐκ τοῦ σχήματος, [[διότι]] ὁμοιάζει πρὸς τὸ ἥμισυ ῥόμβου, Ἱππ. κατ’ ἰητρ. 742.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>A.</b> <i>adj.</i> à moitié coupé;<br /><b>B.</b> <i>subst.</i><br /><b>I.</b> τὸ ἡμίτομον :<br /><b>1</b> moitié;<br /><b>2</b> sorte de bandage;<br /><b>II.</b> ἡ [[ἡμίτομος]] ([[κύλιξ]]) sorte de coupe.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[τέμνω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίτομος Medium diacritics: ἡμίτομος Low diacritics: ημίτομος Capitals: ΗΜΙΤΟΜΟΣ
Transliteration A: hēmítomos Transliteration B: hēmitomos Transliteration C: imitomos Beta Code: h(mi/tomos

English (LSJ)

ον, (τέμνω)

   A cut in two, ξύλα IG12.313.98; ἄντυξ Mosch.2.88.    2 of the moon, half-full, Theol. Ar.12.    II as Subst., ἡμί-τομος, ὁ, a kind of cup, Pamphil. ap. Ath.11.470d.    2 ἡμί-τομον, τό, half, Hdt.7.39, 9.37, Inscr.Délos 298A182 (iii B.C.), AP9.137; κύκλου Ael.NA15.4; ἡμίτομα ᾠῶν Alex.261.10: —also ἡμι-τόμιον, τό, flat side of a half-bean, Dsc.2.105, v.l. in Luc. VH2.38.    b lozenge-shaped bandage,= ἡμιρρόμβιον, Hp.Off.7, Gal. 18(2).732.

German (Pape)

[Seite 1170] halb durchgeschnitten, Mosch. 2, 88; – τὸ ἡμίτομον, die Hälfte, τοῦ π οδός Her. 9, 37; plur., 7, 39 u. Sp., wie Luc. Navig. 44. – Bei Medic. eine Art Verband, der auch ἡμιρόμβιον heißt. – Bei Ath. XI, 470 ist ὁ ἡμίτ. eine Art Becher.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίτομος: -ον, (τέμνω) κατὰ τὸ ἥμισυ τετμημένος κεκομμένος, διχοτομημένος, Μόσχ. 2.88. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡμίτομος, ὁ, εἶδος ποτηρίου, Πάμφ. παρ’ Ἀθην. 470D. 2). ἡμίτομον, τό, τὸ ἥμισυ, Ἡρόδ. 7. 39, 9. 37· ἡμίτομα ᾠῶν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10: - ὡσαύτως ἡμιτόμιον. β) εἶδος ἐπιδέσμου καλουμένου ἡμιρρόμβιον, ἐκ τοῦ σχήματος, διότι ὁμοιάζει πρὸς τὸ ἥμισυ ῥόμβου, Ἱππ. κατ’ ἰητρ. 742.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
A. adj. à moitié coupé;
B. subst.
I. τὸ ἡμίτομον :
1 moitié;
2 sorte de bandage;
II.ἡμίτομος (κύλιξ) sorte de coupe.
Étymologie: ἡμι-, τέμνω.