ἐνακούω: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνᾰκούω''': μέλλ. -σομαι, [[εἰσδέχομαι]] ἤχους, [[ἀκούω]] [[ἐντός]], [[μετὰ]] γεν., [[ταῦτα]] γὰρ οὐκ ἐνακούουσιν ἰαχῆς Ἱππ. 269, 27, πρβλ. 425. 52, κτλ.˙ μεταφ., ἐνακ. τῆς ξυμφορῆς, αἴσθησιν ἔχειν, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 821˙ ἐνακούει ἐμβαλλόμενα, ἐπὶ ἐξαρθρώσεων, [[ὑπακούω]] εἰς τὴν χεῖρα τοῦ χειρουργοῦ, τοποθετοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Ἀγμῶν 776˙ ἐν ἰητρείης ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 828. - Ἐν Σοφ. Ἠλέκ. 81 τὸ τῶν χειρογρ. κἀνακούσωμεν τινὲς θέλουσιν αὐτὸ ἐκ ῥήματος ἀνακούω· ἀλλὰ τοιοῦτον δὲν ὑπάρχει· [[ὥστε]] εἰ ἡ γραφὴ ἔχει [[καλῶς]] πρέπει νὰ προῆλθεν ἐκ τοῦ [[ἐνακούω]]. Ἡ τοῦ Ναυκίου [[διόρθωσις]]: κἀπακούσωμεν [[εἶναι]] ἐπιτυχὴς καὶ παρεδέξαντο αὐτὴν ἐκ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν ὁ Weclein, Bellermann, A. Michaelis καὶ ὁ σοφὸς ἐκδότης τοῦ Σοφοκλέους Jebb. | |lstext='''ἐνᾰκούω''': μέλλ. -σομαι, [[εἰσδέχομαι]] ἤχους, [[ἀκούω]] [[ἐντός]], [[μετὰ]] γεν., [[ταῦτα]] γὰρ οὐκ ἐνακούουσιν ἰαχῆς Ἱππ. 269, 27, πρβλ. 425. 52, κτλ.˙ μεταφ., ἐνακ. τῆς ξυμφορῆς, αἴσθησιν ἔχειν, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 821˙ ἐνακούει ἐμβαλλόμενα, ἐπὶ ἐξαρθρώσεων, [[ὑπακούω]] εἰς τὴν χεῖρα τοῦ χειρουργοῦ, τοποθετοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Ἀγμῶν 776˙ ἐν ἰητρείης ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 828. - Ἐν Σοφ. Ἠλέκ. 81 τὸ τῶν χειρογρ. κἀνακούσωμεν τινὲς θέλουσιν αὐτὸ ἐκ ῥήματος ἀνακούω· ἀλλὰ τοιοῦτον δὲν ὑπάρχει· [[ὥστε]] εἰ ἡ γραφὴ ἔχει [[καλῶς]] πρέπει νὰ προῆλθεν ἐκ τοῦ [[ἐνακούω]]. Ἡ τοῦ Ναυκίου [[διόρθωσις]]: κἀπακούσωμεν [[εἶναι]] ἐπιτυχὴς καὶ παρεδέξαντο αὐτὴν ἐκ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν ὁ Weclein, Bellermann, A. Michaelis καὶ ὁ σοφὸς ἐκδότης τοῦ Σοφοκλέους Jebb. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐνακούσομαι;<br />écouter, entendre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀκούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A hear, LXX Na.1.12 (Pass.); obey, 1 Es.4.10, Vett.Val 42.7 (Pass.), POxy.120.4(iv A.D.); listen to, c. gen.rei, S.El.81. II take in sounds, be sensitive to, ἰαχῆς Hp.Cord.8, cf.Liqu.2: metaph., ἐ. τῆς ξυμφορῆς to be affected by it, Id.Art.53; ἐνακούει ἐμβαλλόμενα, of dislocations, they obey the surgeon's hand, i.e. are set, Id.Fract.40; ἐ. ἰητρείης yield to treatment, Id.Art.62.
German (Pape)
[Seite 826] (s. ἀκούω), 1) darin-, anhören, τινός, Soph. El. 80 u. Sp. – 2) gehorchen, nachgeben, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰκούω: μέλλ. -σομαι, εἰσδέχομαι ἤχους, ἀκούω ἐντός, μετὰ γεν., ταῦτα γὰρ οὐκ ἐνακούουσιν ἰαχῆς Ἱππ. 269, 27, πρβλ. 425. 52, κτλ.˙ μεταφ., ἐνακ. τῆς ξυμφορῆς, αἴσθησιν ἔχειν, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 821˙ ἐνακούει ἐμβαλλόμενα, ἐπὶ ἐξαρθρώσεων, ὑπακούω εἰς τὴν χεῖρα τοῦ χειρουργοῦ, τοποθετοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Ἀγμῶν 776˙ ἐν ἰητρείης ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 828. - Ἐν Σοφ. Ἠλέκ. 81 τὸ τῶν χειρογρ. κἀνακούσωμεν τινὲς θέλουσιν αὐτὸ ἐκ ῥήματος ἀνακούω· ἀλλὰ τοιοῦτον δὲν ὑπάρχει· ὥστε εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς πρέπει νὰ προῆλθεν ἐκ τοῦ ἐνακούω. Ἡ τοῦ Ναυκίου διόρθωσις: κἀπακούσωμεν εἶναι ἐπιτυχὴς καὶ παρεδέξαντο αὐτὴν ἐκ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν ὁ Weclein, Bellermann, A. Michaelis καὶ ὁ σοφὸς ἐκδότης τοῦ Σοφοκλέους Jebb.
French (Bailly abrégé)
f. ἐνακούσομαι;
écouter, entendre, gén..
Étymologie: ἐν, ἀκούω.