ἔνδιος: Difference between revisions
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνδῑος''': -ον, (ἐκ τῆς ἐν καὶ [[Διός]], πρβλ. Λατ. sub divo, sub Jove)· περὶ μεσημβρίαν, [[ἔνδιος]] δ’ ὁ [[γέρων]] ἦλθ’ ἐξ ἁλὸς Ὀδ. Δ. 450· ἔνδιοι ἱκόμεσθ’ ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο Ἰλ. Λ. 726· ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμένος Θεόκρ. 16, 95· ἔνδῐον ἧμαρ ἔην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1312· [[μετὰ]] προθέσ., ἐς ἔνδῑον, [[μέχρι]] μεσημβρίας, ὁ αὐτ. Λ. 603· [[ποτὶ]] τὤνδιον Καλλίμ. εἰς Δήμ. 39. ΙΙ. ἐν ὑπαίθρῳ, Ἄρατ. 498, 954· πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 703., 9. 71· [[ἐντεῦθεν]] [[ἐνδιάζω]]. ῐ μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικ. Ποιητ., ἴδε ἀνωτ. | |lstext='''ἔνδῑος''': -ον, (ἐκ τῆς ἐν καὶ [[Διός]], πρβλ. Λατ. sub divo, sub Jove)· περὶ μεσημβρίαν, [[ἔνδιος]] δ’ ὁ [[γέρων]] ἦλθ’ ἐξ ἁλὸς Ὀδ. Δ. 450· ἔνδιοι ἱκόμεσθ’ ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο Ἰλ. Λ. 726· ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμένος Θεόκρ. 16, 95· ἔνδῐον ἧμαρ ἔην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1312· [[μετὰ]] προθέσ., ἐς ἔνδῑον, [[μέχρι]] μεσημβρίας, ὁ αὐτ. Λ. 603· [[ποτὶ]] τὤνδιον Καλλίμ. εἰς Δήμ. 39. ΙΙ. ἐν ὑπαίθρῳ, Ἄρατ. 498, 954· πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 703., 9. 71· [[ἐντεῦθεν]] [[ἐνδιάζω]]. ῐ μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικ. Ποιητ., ἴδε ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui vient <i>ou</i> se fait au milieu du jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], R. ΔιϜ briller, cf. [[Διός]], [[Διΐ]], [[Δία]] = <i>lat.</i> dies. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A at midday, at noon (but ἔνδιον τὸ δειλινόν Plu.2.726e), ἔνδιος δ' ὁ γέρων ἦλθ' Od.4.450; ἔνδιοι ἱκόμεσθα Il.11.726; ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμένος Theoc.16.95; ἔνδῑον Κυνὸς ἄσθμα AP10.12; ἄλκαρ ἴδεος ἐνδίοιο Call.Fr.124; ἔνδῐον ἦμαρ ἔην A.R.4.1312; but also ἐνδίοις· ὀρθρίνοις (ὀρθηνίοις cod.), Hsch. 2 in the daytime, Arat.498; ἔ. οἰνοπότης AP7.703 (Myrin.). 3 from the sky, ὕδωρ Arat.954; hanging in mid-air, ἀκρεμόνες AP9.71 (Antiphil.). II Subst. ἔνδιον, τό, noon, ποτὶ τὤνδιον Call.Cer.39 (also in masc., δείελος ἀλλ' ἢ νὺξ ἢ ἔνδιος ἢ ἔσετ' ἠώς Id.Hec.1.4.1). 2 evening, ἐς ἔνδῑον A.R. 1.603, cf. Plu. l. c. [ῑ Hom.; ῑ and ῐ later (v. supr.).] (From ἐν δῐϝῐ, cf. Skt. div- 'daylight, sky', Lat. diu 'by day'.)
German (Pape)
[Seite 834] ον (Ζεύς, Διός, sub dio), 1) mittäglich, zur Mittagszeit; ἔνδιος ἦλθεν, er kam um Mittag, Od. 4, 450 (auf 400 bezüglich, wo es heißt ἦμος δ' ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει); vgl. Il. 11, 726; ἐς ἔνδιον, gegen Mittag, Ap. Rh. 1, 603, vgl. 4, 1312 ἔνδιον ἦμαρ ἔην, περὶ δ' ὀξύταται θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην, Myrin. 3 (VII, 703). – 2) im Freien, unter freiem Himmel, wie auch Myrin. 3 erkl. werden kann; ἀκρέμονες Antiphil. 12 (IX, 71); ποιμένες Theocr. 16, 95. Auch vom Himmel, Arat. 498; ὕδωρ, das vom Himmel fallende Wasser, Regen, id. 954. [Ap. Rh. u. Anth. ι kurz].
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδῑος: -ον, (ἐκ τῆς ἐν καὶ Διός, πρβλ. Λατ. sub divo, sub Jove)· περὶ μεσημβρίαν, ἔνδιος δ’ ὁ γέρων ἦλθ’ ἐξ ἁλὸς Ὀδ. Δ. 450· ἔνδιοι ἱκόμεσθ’ ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο Ἰλ. Λ. 726· ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμένος Θεόκρ. 16, 95· ἔνδῐον ἧμαρ ἔην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1312· μετὰ προθέσ., ἐς ἔνδῑον, μέχρι μεσημβρίας, ὁ αὐτ. Λ. 603· ποτὶ τὤνδιον Καλλίμ. εἰς Δήμ. 39. ΙΙ. ἐν ὑπαίθρῳ, Ἄρατ. 498, 954· πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 703., 9. 71· ἐντεῦθεν ἐνδιάζω. ῐ μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικ. Ποιητ., ἴδε ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient ou se fait au milieu du jour.
Étymologie: ἐν, R. ΔιϜ briller, cf. Διός, Διΐ, Δία = lat. dies.