ἐνερευθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνερευθής''': -ές, κοκκινωπός, [[ῥοδωπός]], τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7.
|lstext='''ἐνερευθής''': -ές, κοκκινωπός, [[ῥοδωπός]], τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />légèrement rouge ; τὸ ἐνερευθές LUC rougeur légère.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἔρευθος]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνερευθής Medium diacritics: ἐνερευθής Low diacritics: ενερευθής Capitals: ΕΝΕΡΕΥΘΗΣ
Transliteration A: enereuthḗs Transliteration B: enereuthēs Transliteration C: enerefthis Beta Code: e)nereuqh/s

English (LSJ)

ές,

   A somewhat red, ἄστρον Str.3.1.5; ἀφρός Dsc.1.100: Comp., Sor.1.13; of the countenance, flushed, Phld.Ir.p.5 W., Cic. Att.12.4.1; τῷ χρώματι γενόμενος ἐ. blushing, Plb.31.23.8; παρειῶν τὸ ἐ. Luc.Im.7, cf. Antyll. ap. Orib.7.16.3.

German (Pape)

[Seite 839] ές, etwas roth, röthlich; τῷ χρώματι γενόμενος ἐν. Pol. 32, 9, 8; παρειῶν τὸ ἐν. Luc. Imag. 7; αἷμα Ath. I, 26 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνερευθής: -ές, κοκκινωπός, ῥοδωπός, τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
légèrement rouge ; τὸ ἐνερευθές LUC rougeur légère.
Étymologie: ἐν, ἔρευθος.