ἐμφόρησις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμφόρησις''': -εως, ἡ, [[ὑπερπλήρωσις]], [[λαίμαργος]] [[πολυφαγία]] καὶ [[πολυποσία]], οὐ διψήσεως [[ἄκος]], ἀλλ’ ἐμφορήσεως [[ἕνεκα]] Ἀθήν. 10 Β. | |lstext='''ἐμφόρησις''': -εως, ἡ, [[ὑπερπλήρωσις]], [[λαίμαργος]] [[πολυφαγία]] καὶ [[πολυποσία]], οὐ διψήσεως [[ἄκος]], ἀλλ’ ἐμφορήσεως [[ἕνεκα]] Ἀθήν. 10 Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se gorger de, usage immodéré, jouissance jusqu’à satiété.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμφορέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A greedy eating and drinking, Ath.1.10b; σαρκῶν - σεις Plu.2.472b; τῶν ἀλλοτρίων σωμάτων Porph.Abst.1.34; replelion, Paul.Aeg.6.96.
German (Pape)
[Seite 820] ἡ, unmäßiger Genuß, Uebersättigung, Ath. I, 10 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφόρησις: -εως, ἡ, ὑπερπλήρωσις, λαίμαργος πολυφαγία καὶ πολυποσία, οὐ διψήσεως ἄκος, ἀλλ’ ἐμφορήσεως ἕνεκα Ἀθήν. 10 Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se gorger de, usage immodéré, jouissance jusqu’à satiété.
Étymologie: ἐμφορέω.