ἐξαριθμέω: Difference between revisions
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξᾰριθμέω''': ἀριθμῶ ἀκριβῶς, ἀριθμῶ ὅλον τὸ ποσὸν μετ’ ἀκριβείας, Λατ. enumerare, τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 7. 59, 60, κ. ἀλλ., Πλάτ. Πολ. 522D, Ἰσοκρ. 319C. - Παθ., τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν... [[ἑβδομήκοντα]] σὺν ἱππεῦσι, κτλ., Ἡρόδ. 4. 87. ΙΙ. ἐπὶ χρημάτων, [[καταβάλλω]], πληρώνω τοῖς μετρητοῖς, Λατ. numeratim solvere, Θεογένης γὰρ ὁ Προβαλίσιος... ἐν τῇ ἀγορᾷ [[ταῦτα]] τὰ χρήματ’ ἐξηρίθμησε Δημ. 832. 4. ΙΙΙ. ἀπαριθμῶ, τὸ μὲν ἐξαριθμεῖσθαι κατὰ [[μέρος]] [[ὑπὲρ]] τῶν προειρημένων πράξεων, οὐδὲν [[ἀναγκαῖον]] Πολύβ. 1. 13, 6· [[μετὰ]] μέσ. σημ., τὰς ἰδίας ἀρετὰς ἐξαριθμούμενοι Διον. Ἁλ. 5. 72· [[μετὰ]] πρκμ. παθ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Πολύβ. 9. 2, 1. - Παθ., αἱ δὲ ἀρχαὶ τῶν περιόδων... ἐξηρίθμηνται Ἀριστ. Ρητ. 3. 9. 9. | |lstext='''ἐξᾰριθμέω''': ἀριθμῶ ἀκριβῶς, ἀριθμῶ ὅλον τὸ ποσὸν μετ’ ἀκριβείας, Λατ. enumerare, τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 7. 59, 60, κ. ἀλλ., Πλάτ. Πολ. 522D, Ἰσοκρ. 319C. - Παθ., τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν... [[ἑβδομήκοντα]] σὺν ἱππεῦσι, κτλ., Ἡρόδ. 4. 87. ΙΙ. ἐπὶ χρημάτων, [[καταβάλλω]], πληρώνω τοῖς μετρητοῖς, Λατ. numeratim solvere, Θεογένης γὰρ ὁ Προβαλίσιος... ἐν τῇ ἀγορᾷ [[ταῦτα]] τὰ χρήματ’ ἐξηρίθμησε Δημ. 832. 4. ΙΙΙ. ἀπαριθμῶ, τὸ μὲν ἐξαριθμεῖσθαι κατὰ [[μέρος]] [[ὑπὲρ]] τῶν προειρημένων πράξεων, οὐδὲν [[ἀναγκαῖον]] Πολύβ. 1. 13, 6· [[μετὰ]] μέσ. σημ., τὰς ἰδίας ἀρετὰς ἐξαριθμούμενοι Διον. Ἁλ. 5. 72· [[μετὰ]] πρκμ. παθ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Πολύβ. 9. 2, 1. - Παθ., αἱ δὲ ἀρχαὶ τῶν περιόδων... ἐξηρίθμηνται Ἀριστ. Ρητ. 3. 9. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐξηρίθμησα, <i>ao. Pass.</i> ἐξηριθμήθην;<br />faire le dénombrement de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀριθμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
A enumerate, count, τὸν στρατόν Hdt.7.59,60, etc.; reckon up, πᾶν τὸ λυποῦν Phld.Ir.p.25 W.:—Pass., μυριάδες ἐξηριθμήθησαν Hdt.4.87. II count out, ἐ. χρήματα pay in ready money, D.27.58. III recount, κινδύνους Isoc.4.66:—later in Med., τὰ κατὰ μέρος D.H.5.72, cf. D.C.44.48: pf. Pass. in med. sense, Plb.9.2.1:—Pass., Arist.Rh.1410b2.
German (Pape)
[Seite 872] aus-, herzählen, herrechnen; στρατόν, zählen, Her. 7, 59. 60. 81 u. sonst; τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν, wurden durch das Zählen herausgebracht, 4, 87; ναῦς Plat. Rep. VII, 522 d; κινδύνους Isocr. 4, 66; τὰ χρήματα ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 27, 58, baar auszahlen am Wechslertisch, vgl. 52, 7; Sp., wie Pol. 1, 13, 6, auch im med.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰριθμέω: ἀριθμῶ ἀκριβῶς, ἀριθμῶ ὅλον τὸ ποσὸν μετ’ ἀκριβείας, Λατ. enumerare, τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 7. 59, 60, κ. ἀλλ., Πλάτ. Πολ. 522D, Ἰσοκρ. 319C. - Παθ., τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν... ἑβδομήκοντα σὺν ἱππεῦσι, κτλ., Ἡρόδ. 4. 87. ΙΙ. ἐπὶ χρημάτων, καταβάλλω, πληρώνω τοῖς μετρητοῖς, Λατ. numeratim solvere, Θεογένης γὰρ ὁ Προβαλίσιος... ἐν τῇ ἀγορᾷ ταῦτα τὰ χρήματ’ ἐξηρίθμησε Δημ. 832. 4. ΙΙΙ. ἀπαριθμῶ, τὸ μὲν ἐξαριθμεῖσθαι κατὰ μέρος ὑπὲρ τῶν προειρημένων πράξεων, οὐδὲν ἀναγκαῖον Πολύβ. 1. 13, 6· μετὰ μέσ. σημ., τὰς ἰδίας ἀρετὰς ἐξαριθμούμενοι Διον. Ἁλ. 5. 72· μετὰ πρκμ. παθ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Πολύβ. 9. 2, 1. - Παθ., αἱ δὲ ἀρχαὶ τῶν περιόδων... ἐξηρίθμηνται Ἀριστ. Ρητ. 3. 9. 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐξηρίθμησα, ao. Pass. ἐξηριθμήθην;
faire le dénombrement de, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀριθμέω.