ἐννεάκρουνος: Difference between revisions

From LSJ
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐννεάκρουνος''': -ον, ἔχων [[ἐννέα]] κρουνούς, ῥέων ἐξ [[ἐννέα]] κρουνῶν, ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον [[ποτὸν]] Πολύζηλ. ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3. ― Ὡς οὐσιαστ. Ἐννεάκρουνος, ἡ, «[[κρήνη]] Ἀθήνησιν ἣν πρότερον Καλλιρρόην ἔλεγον· τῶν δὲ τυράννων [[οὕτως]] αὐτὴν κατασκευασάντων ἐκλήθη Ἐννεάκρουνος, ὥς φησι καὶ [[Θουκυδίδης]]» Ἡσύχ.· φοιτᾶν... ἐπ’ [[ὕδωρ]] ἐπὶ τὴν Ἐννεάκρουνον Ἡρόδ. 6. 137· καὶ [[κρήνη]] τῇ νῦν μέν, τῶν τυράννων οὕτω σκευασάντων, Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ [[πάλαι]] φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν, Καλλιρρόῃ ὠνομασμένῃ Θουκ. 2. 15.
|lstext='''ἐννεάκρουνος''': -ον, ἔχων [[ἐννέα]] κρουνούς, ῥέων ἐξ [[ἐννέα]] κρουνῶν, ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον [[ποτὸν]] Πολύζηλ. ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3. ― Ὡς οὐσιαστ. Ἐννεάκρουνος, ἡ, «[[κρήνη]] Ἀθήνησιν ἣν πρότερον Καλλιρρόην ἔλεγον· τῶν δὲ τυράννων [[οὕτως]] αὐτὴν κατασκευασάντων ἐκλήθη Ἐννεάκρουνος, ὥς φησι καὶ [[Θουκυδίδης]]» Ἡσύχ.· φοιτᾶν... ἐπ’ [[ὕδωρ]] ἐπὶ τὴν Ἐννεάκρουνον Ἡρόδ. 6. 137· καὶ [[κρήνη]] τῇ νῦν μέν, τῶν τυράννων οὕτω σκευασάντων, Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ [[πάλαι]] φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν, Καλλιρρόῃ ὠνομασμένῃ Θουκ. 2. 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à neuf sources ; ἡ [[ἐννεάκρουνος]] la fontaine à neuf sources, <i>antér. appelée</i> [[Καλλιρρόη]], <i>à Athènes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐννέα]], [[κρουνός]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεάκρουνος Medium diacritics: ἐννεάκρουνος Low diacritics: εννεάκρουνος Capitals: ΕΝΝΕΑΚΡΟΥΝΟΣ
Transliteration A: enneákrounos Transliteration B: enneakrounos Transliteration C: enneakrounos Beta Code: e)nnea/krounos

English (LSJ)

ον,

   A with nine spouts, name of a well at Athens, in earlier times (as at this day) called Καλλιρρόη, Hdt.6.137, Th.2.15, Polyzel.2: metaph. of an orator, copious, Lib.Ep.1493.4.

German (Pape)

[Seite 847] mit neun Quellen; ἡ ἐνν., ein Springbrunnen in Athen mit neun Sprudelröhren, der auch καλλιῤῥόη heißt, s. Thuc. 2, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεάκρουνος: -ον, ἔχων ἐννέα κρουνούς, ῥέων ἐξ ἐννέα κρουνῶν, ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον ποτὸν Πολύζηλ. ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3. ― Ὡς οὐσιαστ. Ἐννεάκρουνος, ἡ, «κρήνη Ἀθήνησιν ἣν πρότερον Καλλιρρόην ἔλεγον· τῶν δὲ τυράννων οὕτως αὐτὴν κατασκευασάντων ἐκλήθη Ἐννεάκρουνος, ὥς φησι καὶ Θουκυδίδης» Ἡσύχ.· φοιτᾶν... ἐπ’ ὕδωρ ἐπὶ τὴν Ἐννεάκρουνον Ἡρόδ. 6. 137· καὶ κρήνη τῇ νῦν μέν, τῶν τυράννων οὕτω σκευασάντων, Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν, Καλλιρρόῃ ὠνομασμένῃ Θουκ. 2. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à neuf sources ; ἡ ἐννεάκρουνος la fontaine à neuf sources, antér. appelée Καλλιρρόη, à Athènes.
Étymologie: ἐννέα, κρουνός.