ἐξαπονέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαπονέομαι''': παθ., [[ἐπανέρχομαι]] ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ [[διῃρημένως]], μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι.
|lstext='''ἐξαπονέομαι''': παθ., [[ἐπανέρχομαι]] ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ [[διῃρημένως]], μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι.
}}
{{bailly
|btext=<i>prés. inf. épq.</i> ἐξαπονέεσθαι;<br />revenir de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀπονέομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαπονέομαι Medium diacritics: ἐξαπονέομαι Low diacritics: εξαπονέομαι Capitals: ΕΞΑΠΟΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: exaponéomai Transliteration B: exaponeomai Transliteration C: eksaponeomai Beta Code: e)capone/omai

English (LSJ)

   A return out of, Il.16.252,20.212 (or ἐξ ἀ.).

German (Pape)

[Seite 871] davon zurückkehren, Il. 16, 252. 20, 212, bei Wolf ἐξ ἀπον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπονέομαι: παθ., ἐπανέρχομαι ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ διῃρημένως, μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι.

French (Bailly abrégé)

prés. inf. épq. ἐξαπονέεσθαι;
revenir de.
Étymologie: ἐξ, ἀπονέομαι.