ἐπιωγαί: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιωγαί''': -ῶν, αἱ, τόποι ἢ μέρη πρὸς ἀγκυροβόλησιν τῶν πλοίων καὶ προφύλαξιν αὐτῶν, οὐ γὰρ [[ἔσαν]] λιμένες, [[νηῶν]] ὄχοι, οὐδ᾿ [[ἐπιωγαί]], «τόποι ἀνέμου σκέπην ἔχοντες, [[ἔνθα]] καὶ ἰωή, [[τουτέστι]] πνοὴ ἄγνυται» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 404· ― ἐν τῷ ἑνικῷ: κατερχομένους ἐπιωγὴν (διάφ. γρ. ἐπ᾿ ἰωγὴν) «σκέπην, ὑφ᾿ ἧς ὁ [[ἄνεμος]] ἄγνυται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1640, Ἡσύχ.
|lstext='''ἐπιωγαί''': -ῶν, αἱ, τόποι ἢ μέρη πρὸς ἀγκυροβόλησιν τῶν πλοίων καὶ προφύλαξιν αὐτῶν, οὐ γὰρ [[ἔσαν]] λιμένες, [[νηῶν]] ὄχοι, οὐδ᾿ [[ἐπιωγαί]], «τόποι ἀνέμου σκέπην ἔχοντες, [[ἔνθα]] καὶ ἰωή, [[τουτέστι]] πνοὴ ἄγνυται» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 404· ― ἐν τῷ ἑνικῷ: κατερχομένους ἐπιωγὴν (διάφ. γρ. ἐπ᾿ ἰωγὴν) «σκέπην, ὑφ᾿ ἧς ὁ [[ἄνεμος]] ἄγνυται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1640, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />endroits de la côte où s’abritent les vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰωγή]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιωγαί Medium diacritics: ἐπιωγαί Low diacritics: επιωγαί Capitals: ΕΠΙΩΓΑΙ
Transliteration A: epiōgaí Transliteration B: epiōgai Transliteration C: epiogai Beta Code: e)piwgai/

English (LSJ)

ῶν, αἱ (ἰωγή),

   A places of shelter for ships, roadsteads, Od.5.404, Opp.H.1.602 : after Hom. in sg.. A.R.4.1640.

German (Pape)

[Seite 1006] αἱ, Stellen am Ufer, wo die Schiffe vor Stürmen (die sich dort brechen, ἄγνυμι) gesichert vor Anker liegen können, Schutz vor dem Winde, Od. 5, 404; ἠϊόνων Opp. H. 2, 550.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιωγαί: -ῶν, αἱ, τόποι ἢ μέρη πρὸς ἀγκυροβόλησιν τῶν πλοίων καὶ προφύλαξιν αὐτῶν, οὐ γὰρ ἔσαν λιμένες, νηῶν ὄχοι, οὐδ᾿ ἐπιωγαί, «τόποι ἀνέμου σκέπην ἔχοντες, ἔνθα καὶ ἰωή, τουτέστι πνοὴ ἄγνυται» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 404· ― ἐν τῷ ἑνικῷ: κατερχομένους ἐπιωγὴν (διάφ. γρ. ἐπ᾿ ἰωγὴν) «σκέπην, ὑφ᾿ ἧς ὁ ἄνεμος ἄγνυται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1640, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
endroits de la côte où s’abritent les vaisseaux.
Étymologie: ἐπί, ἰωγή.