ἐπωφελέω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπωφελέω''': ὠφελῶ ἢ βοηθῶ τινα εἴς τι, τινά τι, τινά, οὐδὲν Σοφ. Ἠλ. 1005, Εὐρ. Ὀρ. 955, Ἀριστοφ. Νεφ. 1442, Πλάτ., κτλ,: ἐπ. τινα, βοηθεῖν, ἐπικουρεῖν, Σοφ. Ἠλ. 578, Φιλ. 905, 1371· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 441, Εὐρ. Ἀνδρ. 677· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 843C. - Παθ., [[λαμβάνω]] βοήθειαν, Φαλάρ. Ἐπιστ. 113: - ἐν Σοφ. Ο.Κ. 541, ἐδεξάμην [[δῶρον]], ὃ μήποτ’… ἐπωφέλησα πόλεος ἐξελέσθαι, ὁ Σχολ. ἐκλαμβάνει τὸ ἐπωφέλησα ὡς ὤφελον, [[εἴθε]] νὰ μὴ εἶχον δεχθῆ. Ὁ Ἕρμ. πειρᾶται νὰ διατηρήσῃ τὴν συνήθη σημασίαν διά τινος ἑρμηνείας [[λίαν]] βεβιασμένης, ἴδε τὴν σημείωσιν [[αὐτοῦ]]. Ὁ Jebb ἔχει ἐπωφελήσας, ἴδε σημ. [[αὐτοῦ]] ἐν τόπῳ καὶ τὸ [[παράρτημα]] ἐν σ. 278. | |lstext='''ἐπωφελέω''': ὠφελῶ ἢ βοηθῶ τινα εἴς τι, τινά τι, τινά, οὐδὲν Σοφ. Ἠλ. 1005, Εὐρ. Ὀρ. 955, Ἀριστοφ. Νεφ. 1442, Πλάτ., κτλ,: ἐπ. τινα, βοηθεῖν, ἐπικουρεῖν, Σοφ. Ἠλ. 578, Φιλ. 905, 1371· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 441, Εὐρ. Ἀνδρ. 677· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 843C. - Παθ., [[λαμβάνω]] βοήθειαν, Φαλάρ. Ἐπιστ. 113: - ἐν Σοφ. Ο.Κ. 541, ἐδεξάμην [[δῶρον]], ὃ μήποτ’… ἐπωφέλησα πόλεος ἐξελέσθαι, ὁ Σχολ. ἐκλαμβάνει τὸ ἐπωφέλησα ὡς ὤφελον, [[εἴθε]] νὰ μὴ εἶχον δεχθῆ. Ὁ Ἕρμ. πειρᾶται νὰ διατηρήσῃ τὴν συνήθη σημασίαν διά τινος ἑρμηνείας [[λίαν]] βεβιασμένης, ἴδε τὴν σημείωσιν [[αὐτοῦ]]. Ὁ Jebb ἔχει ἐπωφελήσας, ἴδε σημ. [[αὐτοῦ]] ἐν τόπῳ καὶ τὸ [[παράρτημα]] ἐν σ. 278. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être utile à, aider, assister, secourir : τινα, τινι qqn ; τινά [[τι]] aider qqn en qch;<br /><b>2</b> devoir, mériter de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὠφελέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A aid, succour, τινα S.El.578,Ph.905; τινὰ οὐδέν Id.El.1005, E.Or.955, cf. Ar.Nu. 1442 ; τινι S.OC441, E.Andr.677 : abs., Pl.Lg.843c ; ἐν πολέμῳ Seleuc. ap. Ath.15.697d:—Pass., receive aid, Phalar.Ep.137. —In S. OC541 (lyr.), ἐδεξάμην δῶρον, ὃ μήποτ'..ἐπωφέλησα πόλεξς ἐξελέσθαι, the Sch. takes ἐπωφέλησα as, = ὤφελον, would that I never had received : -ήσας cj. Jebb.
German (Pape)
[Seite 1016] (dazu, dabei) helfen, nützen, beistehen, hülfreich sein, τινά, Soph. Phil. 893; Eur. Or. 955; τί δὴ ἐκ τούτων μ' ἐπωφελήσεις Ar. Nubb. 1442; so Plat. Legg. VIII, 843 c; Xen. Oec. 11, 9; – c. dat., οἱ δ' ἐπωφελεῖν τῷ πατρὶ δυνάμενοι Soph. O. C. 442; Eur. Andr. 676; – ἐδεξάμην δῶρον ὃ μήποτ' ἐπωφέλησα πόλεως ἐξελέσθαι Soph. O. C. 540, einen Lohn habe ich empfangen, von dem ich wünschte, daß, ihn zu erlangen, ich niemals der Stadt möchte einen Dienst geleistet haben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωφελέω: ὠφελῶ ἢ βοηθῶ τινα εἴς τι, τινά τι, τινά, οὐδὲν Σοφ. Ἠλ. 1005, Εὐρ. Ὀρ. 955, Ἀριστοφ. Νεφ. 1442, Πλάτ., κτλ,: ἐπ. τινα, βοηθεῖν, ἐπικουρεῖν, Σοφ. Ἠλ. 578, Φιλ. 905, 1371· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 441, Εὐρ. Ἀνδρ. 677· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 843C. - Παθ., λαμβάνω βοήθειαν, Φαλάρ. Ἐπιστ. 113: - ἐν Σοφ. Ο.Κ. 541, ἐδεξάμην δῶρον, ὃ μήποτ’… ἐπωφέλησα πόλεος ἐξελέσθαι, ὁ Σχολ. ἐκλαμβάνει τὸ ἐπωφέλησα ὡς ὤφελον, εἴθε νὰ μὴ εἶχον δεχθῆ. Ὁ Ἕρμ. πειρᾶται νὰ διατηρήσῃ τὴν συνήθη σημασίαν διά τινος ἑρμηνείας λίαν βεβιασμένης, ἴδε τὴν σημείωσιν αὐτοῦ. Ὁ Jebb ἔχει ἐπωφελήσας, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ καὶ τὸ παράρτημα ἐν σ. 278.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être utile à, aider, assister, secourir : τινα, τινι qqn ; τινά τι aider qqn en qch;
2 devoir, mériter de, inf..
Étymologie: ἐπί, ὠφελέω.