ἐπιπλοκή: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιπλοκή''': ἡ, ([[ἐπιπλέκω]]) τὸ ἐπιπλέκεσθαι, ῥίζας ἔχει κατ᾿ ἐπιπλοκήν, περιπεπλεγμένας, Διοσκ. 186 (189)· [[ἐντεῦθεν]], τὸ ἔρχεσθαι εἰς σχέσεις [[πρός]] τινα, συγκοινωνεῖν, συγκοινωνία, [[σχέσις]], βραχεῖά τις ἦν τοῖς προειρημένοις ἐπιπλοκὴ πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 5. 37. 2· [[ἀνάμιξις]], τῆς εἰς Πελοπόννησον ἐπιπλοκῆς ὁ αὐτ. 4. 3, 3: - [[μῖξις]] σαρκική, Διόδ. 4. 9, κτλ. 2) τὸ ἐπίμικτον πράγματός τινος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 37. 3) τὸ ἐπιπλέκεσθαι ἢ συμπλέκεσθαι μετά τινος, ἐπὶ γραμμάτων, ὅσα δὲ ἐπιπλοκὴν ἔχει τοῦ γ εἰς η λήγει, [[τρώγλη]], [[αἴγλη]], [[ζεύγλη]], Ἀθήν. 324C· μονῆρες ἄρα τὸ [[μίσγω]] κατ᾿ ἐπιπλοκὴν ἔχον τὸ σ, Ἡρῳδιαν. π. Μον. Λέξ. σ. 22, 26.
|lstext='''ἐπιπλοκή''': ἡ, ([[ἐπιπλέκω]]) τὸ ἐπιπλέκεσθαι, ῥίζας ἔχει κατ᾿ ἐπιπλοκήν, περιπεπλεγμένας, Διοσκ. 186 (189)· [[ἐντεῦθεν]], τὸ ἔρχεσθαι εἰς σχέσεις [[πρός]] τινα, συγκοινωνεῖν, συγκοινωνία, [[σχέσις]], βραχεῖά τις ἦν τοῖς προειρημένοις ἐπιπλοκὴ πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 5. 37. 2· [[ἀνάμιξις]], τῆς εἰς Πελοπόννησον ἐπιπλοκῆς ὁ αὐτ. 4. 3, 3: - [[μῖξις]] σαρκική, Διόδ. 4. 9, κτλ. 2) τὸ ἐπίμικτον πράγματός τινος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 37. 3) τὸ ἐπιπλέκεσθαι ἢ συμπλέκεσθαι μετά τινος, ἐπὶ γραμμάτων, ὅσα δὲ ἐπιπλοκὴν ἔχει τοῦ γ εἰς η λήγει, [[τρώγλη]], [[αἴγλη]], [[ζεύγλη]], Ἀθήν. 324C· μονῆρες ἄρα τὸ [[μίσγω]] κατ᾿ ἐπιπλοκὴν ἔχον τὸ σ, Ἡρῳδιαν. π. Μον. Λέξ. σ. 22, 26.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />échange de relations ; <i>particul.</i> relations intimes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπλέκω]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπλοκή Medium diacritics: ἐπιπλοκή Low diacritics: επιπλοκή Capitals: ΕΠΙΠΛΟΚΗ
Transliteration A: epiplokḗ Transliteration B: epiplokē Transliteration C: epiploki Beta Code: e)piplokh/

English (LSJ)

ἡ,

   A plaiting together, ῥίζαι κατ' ἐπιπλοκὴν δασεῖαι matted roots, Dsc.4.187; ἐπιπλοκαὶ ἀτόμων entanglements, Ph.2.489: metaph., τῶν αἰτίων πρὸς ἄλληλα Plot.3.1.2.    2. union, intercourse, πρὸς ἀλλήλους Plb.5.37.2; τῶν βαρβάρων Str.14.2.28; εἰς τοὺς τόπους Plb.2.12.7 (but ἐ. εἰς Πελοπόννησον intermeddling with the affairs of P., Id.4.3.3): c. dat., Phld.Ir.p.47 W.; connexion of people with one another, Stoic.3.90, 161 (pl.); φίλων ἐπιπλοκαὶ ἑστιατικαί friendly relations . ., ib.254; sexual intercourse, D.S.4.9, Plu.Sol.20 (pl.), etc.    3. combination of styles, in pl., D.H.Dem.37, Hermog.Stat. 5; concatenation of cause with effect, Chrysipp.Stoic.2.293,265.    4. complexity, confusion, muddle, τοῦ βίου Men.16.8D.; ἐ. σοφιστικαί involved arguments, Alex.Aphr.in Metaph.270.30.    5. Gramm., insertion of a letter, Ath.7.324d, Hdn.Gr.2.928; combination, στοιχείων, λέξεων, A.D.Synt.3.11, 4.10.    b. alloying of metals, Ps.Democr. p.54B.    c. mixed nature of disease, Gal.Sect.Intr.6; esp. of fevers, Id.7.370, al.    6. in Metre, conversion of rhythms by change in order of syllables, Mar. Vict.p.63K.; also, a group of rhythms thus related, ἐ. δυαδικὴ τετράσημος, τρίσημος, ibid., cf. Juba ib.p.94K., Sch.Heph.p.110C., al.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, Verflechtung, Verknüpfung, Luc. Char. 16; der Umgang, Ver Kehr, βραχεῖά τις ἦν ἐπιπλοκὴ πρὸς ἀλλήλους Pol. 5, 37, 2; εἰς Πελοπόννησον 4, 3, 3, öfter; καὶ συνήθεια Strab. XIV, 662; von fleischlicher Vermischung, D. Sic. 4, 9. 5, 32, wie Plut. Sol. 20. – In der Metrik, Hephaest. p. 83 ff.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλοκή: ἡ, (ἐπιπλέκω) τὸ ἐπιπλέκεσθαι, ῥίζας ἔχει κατ᾿ ἐπιπλοκήν, περιπεπλεγμένας, Διοσκ. 186 (189)· ἐντεῦθεν, τὸ ἔρχεσθαι εἰς σχέσεις πρός τινα, συγκοινωνεῖν, συγκοινωνία, σχέσις, βραχεῖά τις ἦν τοῖς προειρημένοις ἐπιπλοκὴ πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 5. 37. 2· ἀνάμιξις, τῆς εἰς Πελοπόννησον ἐπιπλοκῆς ὁ αὐτ. 4. 3, 3: - μῖξις σαρκική, Διόδ. 4. 9, κτλ. 2) τὸ ἐπίμικτον πράγματός τινος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 37. 3) τὸ ἐπιπλέκεσθαι ἢ συμπλέκεσθαι μετά τινος, ἐπὶ γραμμάτων, ὅσα δὲ ἐπιπλοκὴν ἔχει τοῦ γ εἰς η λήγει, τρώγλη, αἴγλη, ζεύγλη, Ἀθήν. 324C· μονῆρες ἄρα τὸ μίσγω κατ᾿ ἐπιπλοκὴν ἔχον τὸ σ, Ἡρῳδιαν. π. Μον. Λέξ. σ. 22, 26.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
échange de relations ; particul. relations intimes.
Étymologie: ἐπιπλέκω.