ἔποψ: Difference between revisions
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔποψ''': -οπος, ὁ, «ποῦπος», «πουπούτης», «τσαλαπετεινός», Λατ. upupa, οὕτω κληθεὶς ἐκ τῆς φωνῆς [[αὐτοῦ]], Ἐπιχ. 116 Ahr., Ἀριστοφ. Ὄρν. 226 κ. ἀλλ.· ὅρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305, [[ἔνθα]] ὑπάρχει φανταστική τις [[παραγωγή]], [[ἔποψ]] [[ἐπόπτης]] τῶν αὑτοῦ κακῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔποψ]]· [[ἐπόπτης]] [[δυνάστης]], καὶ [[εἶδος]] ὀρνέου». | |lstext='''ἔποψ''': -οπος, ὁ, «ποῦπος», «πουπούτης», «τσαλαπετεινός», Λατ. upupa, οὕτω κληθεὶς ἐκ τῆς φωνῆς [[αὐτοῦ]], Ἐπιχ. 116 Ahr., Ἀριστοφ. Ὄρν. 226 κ. ἀλλ.· ὅρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305, [[ἔνθα]] ὑπάρχει φανταστική τις [[παραγωγή]], [[ἔποψ]] [[ἐπόπτης]] τῶν αὑτοῦ κακῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔποψ]]· [[ἐπόπτης]] [[δυνάστης]], καὶ [[εἶδος]] ὀρνέου». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ἔποπος (ὁ) :<br />huppe, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' onomatopée. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
οπος, ὁ,
A hoopoe, Upupa epops, so called from its cry, Epich. 166, Ar.Av.226, Arist.HA615a16, Ant.Lib.11.10, etc.; ἐπόπτην ἔποπα τῶν αὑτοῦ κακῶν A.Fr.304.
German (Pape)
[Seite 1011] οπος, ὁ, der Wiedehopf, nach seinem Rufe benannt, wie das lat. upupa, vgl. Aeschyl. (fr. 291) bei Arist. H. A. 9, 49 two ein Wortspiel gemacht ist, ἐπόπτης τῶν αὑτοῦ κακῶν, mit Anspielung auf die Verwandlung des Tereus); Ar. Av. u. sonst. – Bei Hesych. auch = ἐπόπτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἔποψ: -οπος, ὁ, «ποῦπος», «πουπούτης», «τσαλαπετεινός», Λατ. upupa, οὕτω κληθεὶς ἐκ τῆς φωνῆς αὐτοῦ, Ἐπιχ. 116 Ahr., Ἀριστοφ. Ὄρν. 226 κ. ἀλλ.· ὅρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305, ἔνθα ὑπάρχει φανταστική τις παραγωγή, ἔποψ ἐπόπτης τῶν αὑτοῦ κακῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔποψ· ἐπόπτης δυνάστης, καὶ εἶδος ὀρνέου».
French (Bailly abrégé)
ἔποπος (ὁ) :
huppe, oiseau.
Étymologie: onomatopée.