ἐπισπουδάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισπουδάζω''': [[ἐπισπεύδω]], [[παροτρύνω]] τινα εἴς τι, Ἑβδ. (Γέν. ΙΘ΄, 15 ὡς διάφ. γραφ., Παροιμ. ΙΓ΄, 11 ἐν τῷ Παθ.). ΙΙ. ἀμεταβ., [[σπεύδω]], ἐπισπούδασον ἔτι θᾶττον Λουκ. Ἁλ. 2. ΙΙΙ. ἐπισπουδάζειν τῷ οἴνῳ, σπουδάζειν ἐπί τῷ οἴνῳ, σπουδαιολογεῖν ἐν πότῳ Φιλόστρ. 585.
|lstext='''ἐπισπουδάζω''': [[ἐπισπεύδω]], [[παροτρύνω]] τινα εἴς τι, Ἑβδ. (Γέν. ΙΘ΄, 15 ὡς διάφ. γραφ., Παροιμ. ΙΓ΄, 11 ἐν τῷ Παθ.). ΙΙ. ἀμεταβ., [[σπεύδω]], ἐπισπούδασον ἔτι θᾶττον Λουκ. Ἁλ. 2. ΙΙΙ. ἐπισπουδάζειν τῷ οἴνῳ, σπουδάζειν ἐπί τῷ οἴνῳ, σπουδαιολογεῖν ἐν πότῳ Φιλόστρ. 585.
}}
{{bailly
|btext=se hâter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σπουδάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπουδάζω Medium diacritics: ἐπισπουδάζω Low diacritics: επισπουδάζω Capitals: ΕΠΙΣΠΟΥΔΑΖΩ
Transliteration A: epispoudázō Transliteration B: epispoudazō Transliteration C: epispoudazo Beta Code: e)pispouda/zw

English (LSJ)

   A urge on, further, LXX Ge.19.15, Pr.13.11 (Pass.).    II. intr., haste or make haste in a thing, Luc.Pisc.2.    III. study over, τι τῷ οἴνῳ Philostr.VS2.10.1.

German (Pape)

[Seite 981] = ἐπισπεύδω, dazu antreiben, LXX. – Intraus., herbeieilen, Luc. Pisc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπουδάζω: ἐπισπεύδω, παροτρύνω τινα εἴς τι, Ἑβδ. (Γέν. ΙΘ΄, 15 ὡς διάφ. γραφ., Παροιμ. ΙΓ΄, 11 ἐν τῷ Παθ.). ΙΙ. ἀμεταβ., σπεύδω, ἐπισπούδασον ἔτι θᾶττον Λουκ. Ἁλ. 2. ΙΙΙ. ἐπισπουδάζειν τῷ οἴνῳ, σπουδάζειν ἐπί τῷ οἴνῳ, σπουδαιολογεῖν ἐν πότῳ Φιλόστρ. 585.

French (Bailly abrégé)

se hâter.
Étymologie: ἐπί, σπουδάζω.