ἐπορθρεύω: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπορθρεύω''': ἐγείρομαι ἐνωρίς, Ἐτυμ. Μ. 368. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπορθρεῦσαι· ἐπαγρυπνῆσαι». ― Μέσ., Δίων Χρ. 1. 371, Λουκ. Ἐνύπν. 1, [[Πολυδ]]. Α΄, 71. ΙΙ. ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθρεύσω, ἵνα εἴπω [[πρωὶ]] [[πρωὶ]] εἰς τὸν πατέρα μου τοὺς νυκτερινούς μου θρήνους, Εὐρ. Ἠλ. 142 (ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ ἐπορθοβοάσω). | |lstext='''ἐπορθρεύω''': ἐγείρομαι ἐνωρίς, Ἐτυμ. Μ. 368. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπορθρεῦσαι· ἐπαγρυπνῆσαι». ― Μέσ., Δίων Χρ. 1. 371, Λουκ. Ἐνύπν. 1, [[Πολυδ]]. Α΄, 71. ΙΙ. ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθρεύσω, ἵνα εἴπω [[πρωὶ]] [[πρωὶ]] εἰς τὸν πατέρα μου τοὺς νυκτερινούς μου θρήνους, Εὐρ. Ἠλ. 142 (ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ ἐπορθοβοάσω). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>d’ord. au Moy.</i> [[ἐπορθρεύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A rise early, Hsch., EM368.1:—Med., D.Chr.12.3, Luc. Gall.1, Poll.1.71.
German (Pape)
[Seite 1009] Etwas am frühen Morgen thun, früh aufstehen u. dgl., Luc. Somn. 1, v. l.; VLL.; auch im med., Dio Chrys.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπορθρεύω: ἐγείρομαι ἐνωρίς, Ἐτυμ. Μ. 368. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπορθρεῦσαι· ἐπαγρυπνῆσαι». ― Μέσ., Δίων Χρ. 1. 371, Λουκ. Ἐνύπν. 1, Πολυδ. Α΄, 71. ΙΙ. ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθρεύσω, ἵνα εἴπω πρωὶ πρωὶ εἰς τὸν πατέρα μου τοὺς νυκτερινούς μου θρήνους, Εὐρ. Ἠλ. 142 (ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ ἐπορθοβοάσω).
French (Bailly abrégé)
d’ord. au Moy. ἐπορθρεύομαι.