πρωὶ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Greek (Liddell-Scott)
πρωὶ: (ῐ), Ἀττ. πρῴ (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 132, Ἐκκλ. 290, Ἰω. Ἀλεξ. Τονικὰ παραγγ. 32. Σουΐδ. ἐν λέξ. κτλ.), ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφα συνήθως ἔχουσι πρῶϊ, πρωΐ, ἢ πρῷ· ἐπίρρ.· (πρό). - Ἐνωρίς, πρωΐ, τὴν πρωΐαν, Λατ. mane, ἀντίθ. τῷ ὀψέ, κατὰ τὸν Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1, 9, τὸ πρὸ τῆς μεσημβρίας χρονικὸν τῆς ἡμέρας διάστημα, ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς μέχρι τῆς μεσημβρίας, πρωῒ ὑπηοῖοι, «ὑπὸ τὴν ἕω, ὑπὸ τὸν ὄρθρον» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 530., Σ. 277, 303· ὡσαύτως μετὰ γεν., πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρας Ἡρόδ. 9, 101· ἑκάστης ἡμέρας πρῲ καὶ πρὸς ἑσπέραν Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 30· πρῲ πάνυ Ἀριστοφ. Σφ. 104· πρῲ τῇ ὑστεραίᾳ, ἐνωρὶς τὴν ἑπομένην ἡμέραν, πρωῒ πρωΐ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· ἅμα πρωῒ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ´, 1· ἀπὸ πρωῒ ἕως ἑσπέρας Πράξεις Ἀποστ. κη´, 23. 2) καθόλου ἐνωρίς, πολὺ ἐνωρίς, Λατ. mature, tempestive, πρωῒ μάλα σπεύδων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 459, Ἀποσπ. 45, Ἀριστοφ. Ὄρν. 132, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ γεν., πρωῒ τοῦ ἦρος, τοῦ θέρεος Ἱππ. 938D, 939E, κτλ.· πρῲ τῆς ὥρας Θουκ. 7. 39. 3) = πρὸ καιροῦ (Α. Β. 61, 18), πάρα πολὺ ἐνωρίς, ὡς τὸ Λατ. mature ἀντὶ præmature, πρῴ γε στενάζεις (διάφ. γραφ. πρὸ) Αἰσχύλ. Πρ. 696· δέδοικα γὰρ πρῲ λέγοις ἂν Σοφ. Τρ. 631· πρῲ ἐσβαλόντες, καὶ τοῦ σίτου χλωροῦ ὄντος Θουκ. 4. 6, πρβλ. Πλάτ. Παρμ. 135C· - τὸ πρωῒ παραλαμβάνει τοὺς παραθετικοὺς τύπους ἐκ τοῦ παραγώγου ἐπιθ., οὕτω συγκρ. πρωιαίτερον, ὑπερθ. πρωιαίτατα, Ἱππ. 1022G, 1127B, Θουκ. 7. 19 καὶ 39., 8. 101, Πλάτ. Φαίδων 59D, E, Θεαίτ. 150Ε, Πρωτ. 326Ε, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 9, κτλ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς πιθανῶς οἱ γνήσιοι τύποι ἦσαν πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, ὡς γράφει ὁ Βεκκῆρος παρὰ Θουκ. 7. 19, 39, κτλ.· οἱ δὲ τύποι πρωίτερον, πρωίτατα εἶναι πολὺ μεταγενέστεροι, ἂν καὶ εἰσήχθησαν ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὰ παλαιὰ κείμενα, ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. 2130.